Αποσπερίτης... κατά φαντασία

Αποσπερίτης... κατά φαντασία

Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2012

Turn Up The Night




 Καθιστός στο σαλόνι του, ο Αχιλλέας ανάδευε αναμνήσεις, φαντάσματα του παρελθόντος, τα οποία τον στοίχειωναν και τώρα. Ξάπλωσε στον ξεφτισμένο καναπέ, έβγαλε τις μπότες του και, με το τσιγάρο στο στόμα, χάθηκε μέσα στον καπνό και τις θύμισες.

   «Μαργαρίτα, πού πας;», ρώτησε γελώντας ο 16χρονος Κώστας. Βραδάκι Χριστουγέννων, κι όλοι είχαν αράξει στο μπαράκι, γελώντας, πίνοντας και τραγουδώντας. «Βγαίνω να πάρω ένα τηλέφωνο, ξανάρχομαι», απάντησε κι εκείνη εύθυμα. Έξω στο δρόμο, με την πάχνη να σχηματίζει λοφίσκους στο πεζοδρόμιο, η κοπέλα έβγαλε το τηλέφωνο και σχημάτισε τον αριθμό του ατόμου που έλειπε. Ξάφνου, μέσα στο άδειο δρόμο, ακούστηκε μια γνώριμη μελωδία. Και πριν καταλάβει η Μαργαρίτα ότι ήταν ο ήχος κλήσης του Αχιλλέα, δύο χέρια την αγκάλιασαν από πίσω και δυο χείλη άπλωσαν το ζεστό φιλί του στο μάγουλό της.

   Το τσιγάρο τέλειωσε, κι οι στάχτες έπεσαν στη μπλούζα του. Ο Αχιλλέας σηκώθηκε να τις τινάξει και να στρίψει ένα καινούριο, με ένα χαμόγελο να σκίζει το κατά τ’ άλλα θλιμμένο πρόσωπό του.

    Γυρνώντας να τον αντικρύσει, τα χείλη τους ενώθηκαν, όπως είχαν κάνει και το προηγούμενο βράδυ. Όταν χωρίστηκαν, ο Αχιλλέας την κοίταξε με ένα βλέμμα σα να ήθελε να τη χόρταινε. Μα αυτό ήταν αδύνατο, μία αιωνιότητα απλά δεν ήταν αρκετή. Η κοπέλα τον κοίταζε κι αυτή, με μία καλοσυνάτη ματιά, σα να κρατούσε τη δύναμη να κάνει τη ζωή του να αξίζει. «Πώς είσαι;», με ένα κλείσιμο του ματιού της. «Μπορούσα και καλύτερα, αλλά είμαι και πάλι καλά», της είπε με ένα κουρασμένο χαμόγελο. «Όλη μέρα έτρεχα για τους δικούς μου, να τους κάνω χάρες και να πεταχτώ όπου ήθελαν, και πάλι δεν ικανοποιήθηκαν…» Με το που τέλειωσε την πρόταση, το πρόσωπό του είχε γεμίσει το συναίσθημα της ανεκπλήρωτης επιθυμίας για αναγνώριση. Η κοπέλα το εντόπισε αυτό, και του σήκωσε το πηγούνι, λέγοντας: «Έι! Μην ανησυχείς, το έχουν αναγνωρίσει, είμαι σίγουρη.» Και, βλέποντάς τον έτοιμο να μιλήσει, συνέχισε βιαστικά: «Δεν είναι η πρώτη φορά, το ξέρω. Αλλά μην ανησυχείς. Πάντα το καταλαβαίνουν.» Τον κοίταξε κατάματα. «Δε σε θέλω λυπημένο, σε παρακαλώ… Η αγάπη θέλει γέλιο! Πάμε μέσα να περάσουμε καλά και θα δεις,
όταν χαίρεσαι, το μυαλό σου αγγίζει λίγη απ’ την ουσία του Θεού».

   Λίγη απ’ την ουσία του Θεού.
Αυτή η φράση, η οποία τον έκανε να αγαπήσει τη Μαργαρίτα όσο τίποτα εκείνη τη στιγμή, τον έκανε να βουρκώσει. Ο Αχιλλέας έκλαιγε και γελούσε ταυτόχρονα, ανήμπορος να σταματήσει το ένα από τα δύο, αδυνατώντας να ελέγξει τα συναισθήματά του. Ψέλλισε Μαργαρίτα με τον κόμπο στο λαιμό να ανεβαίνει επικίνδυνα στο σημείο του ξεσπάσματος. Μου λείπεις, η σκέψη του. Πήγε κι έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό του. Πήρε τηλέφωνο τους φίλους του. Χρειαζόταν να βγει, να ξεσκάσει και να γελάσει με αυτούς που θα έπαιρναν τη λύπη και θα τη μετέτρεπαν σε χαρά.  

  Η αγάπη θέλει γέλιο. Σ' αγαπάω τόσο πολύ, όμορφή μου Μαργαρίτα. Θα σε δω το βράδυ, θα σε πάρω αγκαλιά, θα ενώσουμε χείλη και θα σου φωνάξω ότι σ' αγαπάω

Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2012

Regret

They won't be taking us alive... Trust in me.



   Έξω από το δωμάτιο, ο Αχιλλέας  δεν ήταν σίγουρος για το αν θα ήθελε να μπει. Ο πατέρας του κειτόταν αιμόφυρτος 5 μέτρα μακριά, κι ο γιος, τον οποίο παράτησε ενόσω ήταν ακόμη μωρό, έτρεμε στην ιδέα ότι θα τον ξανάβλεπε 18 χρόνια μετά. Μέσα του πάλευαν 2 δυνάμεις, η μία του ούρλιαζε στο αυτί «Άφησέ τον! Τι έκανε για σένα τόσο καιρό; Πού ήταν όταν τον χρειαζόσουν; Πού βρισκόταν όταν είχες ανάγκη μια συμβουλή, μιαν αγκαλιά; Μη μπεις! Δίκαιο είναι, δε νομίζεις;». Κι ήταν έτοιμος να γυρίσει την πλάτη του στο δωμάτιο και να φύγει, όταν μία άλλη φωνούλα, σιγανή, εύθραυστη, μα καθάρια, του ψιθύρισε: «Δεν έχεις άδικο να είσαι έξω φρενών μαζί του. Πράγματι, δεν ήταν εκεί όταν έπρεπε. Μην κάνεις όμως το ίδιο λάθος. Ξέρεις ότι σ’ αγαπάει, και σε χρειάζεται τώρα όσο ποτέ. Και πιστεύω ότι, κάπου μέσα σου, τον αγαπάς κι εσύ. Γνωρίζεις, καλύτερα από τον καθένα, το αίσθημα της εγκατάλειψης. Μην κάνεις το ίδιο.»

   Ο Αχιλλέας έμεινε μετέωρος, με το ένα πόδι προς την πόρτα και το άλλο προς την έξοδο, ανήμπορος να δράσει. Σκεπτόμενος τι να κάνει, σύρθηκε μέχρι τις καρέκλες της αίθουσας αναμονής. Όλος ο διάδρομος ήταν άδειος, με εξαίρεση μία μεσήλικη γυναίκα, δύο καθίσματα δεξιά. Χαμένος στις σκέψεις του, ο νεαρός δεν παρατήρησε αμέσως ότι η γυναίκα τον κοίταζε. Όταν το αντιλήφθηκε, εκείνη μετατοπιζόταν καθίσματα προκειμένου να τον πλησιάσει.

   Η  άγνωστη κάθισε δίπλα του και του μίλησε με μαλακή, σιγανή φωνή: «Να φανταστώ ότι είσαι ο γιος του άνδρα στο 17;» Τα μάτια της έλεγχαν την κάθε του αντίδραση, κι ο νεαρός πίστευε ότι ούτε ένα βλεφάρισμά του, ούτε μια ανάσα που θα κρατούσε, θα πήγαιναν απαρατήρητα από τη ματιά της. Δίχως να την κοιτάξει, μουρμούρισε ένα άηχο «ναι». «Το ήξερα», είπε θριαμβευτικά. «Όλη νύχτα έκλαιγε και φώναζε για σένα. Ζητούσε συγγνώμη από τον γιο που παράτησε μωρό, που ποτέ του δεν ρώτησε τι έκανε και που ποτέ δε φέρθηκε σαν πατέρας.» Και, βλέποντας το ύφος του, πρόσθεσε: «Σ’ αγαπάει, το ξέρω. Μπορεί να μη μιλούσατε, μα σ’ αγαπούσε και τον έκαιγε αυτό. Σίγουρα τώρα αναρωτιέσαι αν πρέπει να πας εκεί μέσα ή όχι. Πήγαινε», πρόσθεσε μ’ ένα κλείσιμο του ματιού.

   Ο Αχιλλέας δεν της έδωσε σημασία. Προσποιήθηκε ότι ήταν απορροφημένος με τα νύχια του δεξιού του χεριού. Προσπάθησε να δώσει την εικόνα ότι δεν σκεφτόταν αυτά που του είπε, το μυαλό του όμως έπαιρνε πυρετωδώς στροφές. Πώς τα ήξερε όλα αυτά; Ποια είναι; Και γιατί μου φάνηκε γνώριμη; Και, πριν προλάβει να ολοκληρώσει τις σκέψεις του, η γυναίκα ξαναμίλησε: «Ο γιος μου είναι στο διπλανό δωμάτιο. Όλο το βράδυ του κρατούσα το χέρι, τον έβλεπα να ψυχορραγεί, μέχρι που το πρωί ξεψύχησε. Τον έχουν στο νεκροτομείο, και περιμένω να τον παραλάβω.» Και, λέγοντάς τα αυτά, δάκρυα άρχισαν να ρέουν από τα μάτια της, τα οποία σχημάτισαν ένα ρυάκι στα μάγουλά της. Εκείνη τη στιγμή, ο Αχιλλέας μαλάκωσε το αδιάφορό του ύφος και την κοίταξε λυπημένος. Ήθελε να της συμπαρασταθεί, να της έπιανε το χέρι και να το έσφιγγε. Πριν προλάβει, όμως, να το κάνει αυτό, η γυναίκα συνέχισε: «Ώρες – ώρες, κλαίω ασταμάτητα για το τι δεν πρόλαβα να κάνω για αυτόν. Του φώναζα, και μερικές φορές άδικα. Όταν ήθελε να με ρωτήσει κάτι, δεν του απαντούσα. Εκεί που έπρεπε να του είχα σταθεί σαν μητέρα, του φερόμουν ψυχρά. Είχε κάθε λόγο να με μισεί--» διέκοψε τη φράση της, καθώς το σιγανό βούρκωμα εξελίχθηκε σε γοερό κλάμα. «Δεν έφταιγε αυτός σε κάτι. Εγώ ήμουν τόσο πιεσμένη. Με τη δουλειά, με τους γύρω μου, με οτιδήποτε. Κι έβγαζα την κούρασή μου στο μόνο άτομο που έπρεπε να κοιτάζω πέραν της.»

   Ο Αχιλλέας την αγκάλιασε από τους ώμους, χωρίς να ξέρει τι να πει για να την καθησυχάσει. Στο τέλος, το μόνο που κατόρθωσε να πει ήταν: «Σας αγαπούσε, το ξέρω.» Και τότε, η γυναίκα συνήλθε από τον πόνο στον οποίο εκτέθηκε και του ανταπέδωσε, με στεγνά και σκληρά μάτια και με ένα καλοσυνάτο χαμόγελο «Κι εσένα σ’ αγαπά ο πατέρας σου. Απ’ όσο έχω καταλάβει, δεν είναι σε καλή κατάσταση. Θέλεις πραγματικά να μη σε δει αν συμβεί κάτι μοιραίο; Ξέρω ότι κι εσύ τον αγαπάς. Πήγαινε.», του είπε στο τέλος με ένα βλέμμα που τον διαπέρασε στα εσώψυχά του.

   Ο Αχιλλέας κοίταξε την πόρτα μπροστά του. 10 μέτρα χώριζαν τον ίδιο από τον πατέρα του, και πιθανότατα ήταν η τελευταία φορά που τον έβλεπε. Είχε κάνει, επιτέλους, την απόφασή του. Και, μόλις γύρισε το κεφάλι του, η γυναίκα είχε εξαφανιστεί. Πού πήγε; Έφυγε; Ή, μήπως, δεν ήταν ποτέ εδώ, μήπως ήταν απλά μία εικόνα απ’ τα παλιά, την οποία ανάδεψε από το βαθύ πηγάδι της μνήμης του; Ο νεαρός δεν είχε πια εφιάλτες να αποφύγει, όνειρα να προστατέψει. Σηκώθηκε από την καρέκλα προβληματισμένος, μα με μία σκέψη να τριβελίζει το μυαλό του: Θα έμπαινε στο δωμάτιο. Θα έβλεπε τον πατέρα που τον είχε εγκαταλείψει. Θα του μιλούσε μια τελευταία φορά. Κι ύστερα θα ελευθέρωνε τα δάκρυα που κρατούσε 18 χρόνια.

Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2012

Άιντε θύμα, άιντε ψώνιο...

  We are enslaved now

   Οι εξελίξεις στον πολιτικό χώρο της Ελλάδας, αλλά και της υπόλοιπης υφηλίου, έχουν σοβαρό αντίκτυπο σε όλους τους τομείς της ζωής μας. Θα ήταν μεγάλο λάθος να αγνοήσουμε ότι πολιτική και κοινωνία είναι στενά συνυφασμένες, θα ήταν όμως ακόμα μεγαλύτερη αμέλεια να πιστέψουμε ότι ο πολιτικός επενδύει το χρόνο και το μυαλό του για τις ανάγκες της κοινωνίας.

   Η άποψη ότι όλα γίνονται για το χρήμα αληθεύει σε αυτή την περίπτωση. Η πολιτική σε αυτό αποσκοπεί, ο κάθε βουλευτής στο έδρανό του είτε μηχανορραφεί τρόπους που θα πλουτίσουν πρώτα τον εαυτό του, κι ύστερα τους γνωστούς του, είτε θα ακολουθεί τον πρωτοπόρο. Διαφορετικό νόημα η χώρα, διαφορετικό νόημα οι πολίτες.

   Αυτό, φυσικά, φέρει επιπτώσεις. Από μία λανθασμένη πολιτική (είτε από απειρία είτε με σκιερούς σκοπούς να υποβόσκουν) θα επέλθουν καταστροφικά αποτελέσματα στη χώρα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι κυβερνήσεις 1974-201... . Η χώρα κατακρεουργήθηκε από λανθασμένες πολιτικές, από εγωιστές που αποσκοπούσαν στο ατομικό συμφέρον (βλέπε σκάνδαλα Κων/νου Καραμανλή, Α. Παπανδρέου, Κων/νου Μ.Τάκη, Κων/νου Σιμήτη, Siemens, Βατοπέδι, Goldman Sachs - Lehman Brothers, Μονή Τοπλού κ.ά), κι από "μαστρωπούς" (κι ελπίζω οι στενόμυαλοι να μου συγχωρέσουν τη λέξη), οι οποίοι εξέδιδαν επί συνεχεία την Ελλάδα, αποκομίζοντας το μερτικό. Θύτες και θύμα.

   Κι εδώ είναι που μπαίνει ένα τεράστιο, φωτιζόμενο "ΌΜΩΣ". Φυσικά, υπάρχουν αυτοί που ενήργησαν ως το δάχτυλο που τράβηξε τη σκανδάλη, και για αυτό θα τιμωρηθούν. Αν, όμως, αναζητούμε τους πραγματικούς υπαίτιους, καλύτερα να κοιταχτούμε στον καθρέπτη. Διότι εμείς ήμασταν αυτοί που επιτρέψαμε να συμβούν όλα αυτά. Διότι εμείς ψηφίσαμε τη φαρσοκωμωδία που μας κυβερνά 38 χρόνια τώρα. Διότι εμείς φέραμε πάνω μας αυτη την αιρετή δικτατορία.

   Καταλαβαίνω, φυσικά, το γιατί. Μόλις είχαμε ανακάμψει από μία δικτατορία. Το αίμα στις πύλες του Πολυτεχνίου, στην Κύπρο (και σε πολλά άλλα μέρη που χάθηκαν στα σκοτεινά καντούνια της ιστορίας) ήταν ακόμη ζεστό. Ο φόβος έδρευε στις καρδιές. Σε εποχές που θα έπρεπε όλοι να έχουμε αναπτύξει συνείδηση, φοβόμασταν το διπλανό μας. Πώς να ξέρεις σε ποιον να μιλήσεις, όταν ο ίδιος ο συγγενής σου μπορεί να σε προδώσει; Και, μέσα σε όλο αυτό το ψυχικό χάος, γυρίσαμε και προσκυνήσαμε τους κομματικούς αρχηγούς τους οποίους τώρα  βρίζουμε και καταριόμαστε. Μας υποσχέθηκαν παύση πυρός, μας υποσχέθηκαν ειρήνη με τις άλλες χώρες, αλλά και εντός της δικής μας. Και ζήτησαν την τυφλή υπακοή μας. Τους τη δώσαμε.

   Αξίζει να αναφερθώ στους στίχους ενός τραγουδιού, το οποίο συνοψίζει ό,τι συμβαίνει σήμερα. Ό,τι μας συμβαίνει  στη ζωή, καλό ή κακό, δεν προήλθε ex abrupto. Πάντα υπάρχει μία δράση, η οποία επιφέρει μία ίση αντίδραση. Εμείς φέραμε αυτό το μαύρο σύννεφο πάνω μας, κι εμείς θα το διώξουμε. Για αυτό, ας αφήσουμε τις μεμψιμοιρίες κι ας  σκεπτούμε για το καλό όλων.


1.000 Eyes

Crossing the line into the other side
Emerging as prisoners
To the emptiness of time

To the left and to the right
From behind - they're out of sight
Plunging into a new found
Age of advanced observeillance
A worldwide, foolproof cage

Privacy and intimacy as we know it
Will be a memory
Among many to be passed down
To those who never knew

Living in the pupil of 1,000 eyes

Was it overlooked in front of all our faces?
Now, all the mistakes and secrets
Cannot be erased

Viewing the blind complexity
By which laws were justified
To erase simplicity

We are enslaved now.