Αποσπερίτης... κατά φαντασία

Αποσπερίτης... κατά φαντασία

Σάββατο 26 Μαΐου 2018

Non omnis moriar

Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει φεύγουμε,
σημαίνει εγκαταλείπουμε τον αγώνα,
παρατάμε τη χαρά στους ανίδεους,
τις γυναίκες στα φιλιά του ανέμου
και στη σκόνη του καιρού·
σημαίνει πως φοβόμαστε
και η ζωή μας έγινε ξένη,
ο θάνατος βραχνάς.

Γιώργος Σαραντάρης

Το να κάνεις Ποίηση
Όποια μορφή και αν της δώσεις
Σε τέτοιους αντιποιητικούς καιρούς
Σημαίνει ότι ζεις σε έναν κόσμο
Που ασθμαίνει

Σημαίνει ότι παλεύεις και κάνεις το βήμα

Όταν όλοι κάνουν βήματα πίσω

Σημαίνει ότι

Για σένα
Ο θάνατος είναι απλά το σημείο Β
Σε ένα ευθύγραμμο τμήμα
Το μήκος του οποίου
Εσύ ορίζεις


Για να πάρουν τα όνειρα εκδίκηση
Και για να γίνουν τα σκοτάδια λάμψη

Σάββατο 19 Μαΐου 2018

The clerkes tale of Leningrad


Λένινγκραντ, 1931. Ο Βλαντιμίρ Μπορίσωφ, ετών 70, κάθεται στην πολυθρόνα του σαλονιού και διαβάζει εφημερίδα. Χαρά τον διακατέχει για τις εξελίξεις, καθώς διαβάζει τον απολογισμό του έτους. Ένας χρόνος που εξαλείφθηκε η ανεργία, που δεν υπάρχουν άστεγοι. Όλο και περισσότερα παιδιά πηγαίνουν σχολείο, στις σχολές. Έκλεισε την «Πράβδα» με ένα χαμόγελο, και την τοποθέτησε στο τραπεζάκι δίπλα του, πάνω στα γράμματα που έλαβε από τον εγγονό του από το Πανεπιστήμιο Σβερτλώφ. Θυμάται τον ενθουσιασμό του στον τρόπο που του ανέλυε την καθημερινότητά του, πώς μετά τα μαθήματα αθλούνταν στις εγκαταστάσεις, πώς πήγαιναν όλοι μαζί εκδρομές που διοργάνωνε το Πανεπιστήμιο, πώς έτρωγαν όλοι στην τραπεζαρία.
   Ευχαριστημένος, σηκώθηκε και πήγε στο παράθυρο να κοιτάξει έξω, τη νέα ζωή που οικοδομούνταν. Κι εκεί κατάλαβε πως δεν ήταν μόνος του στο δωμάτιο.
«Καλημέρα», είπε στον ξένο που αντίκρισε μπροστά του. «Μπορώ να σε βοηθήσω;»
«Καλημέρα Βλαντιμίρ», αποκρίθηκε ο άλλος. «Ήλθα για σε πάρω μαζί μου. Ο χρόνος σου σε αυτή τη ζωή έφτασε στο ολόγιομο του, και είμαι εδώ για να σε συντροφεύσω στη μετάβαση.»
«Α, ναι», είπε με ένα χαμόγελο. «Το αισθανόμουν πως ζύγωνε η ώρα. Ας είναι, λοιπόν! Δε μπορώ να ξεπεράσω την ίδια μου τη φύση».
«Δε φοβάσαι;»
«Τι να φοβηθώ; Ο θάνατος του ανθρώπου είναι νομοτέλεια της φύσης του. Κι αν μου λες πως τέλειωσε ο χρόνος μου εδώ, δε μπορώ να το αρνηθώ. Είμαι έτοιμος.»
«Δεν έχω ξανασυναντήσει κανέναν που να βλέπει το θάνατό του με τόση ηρεμία», είπε ο Χρόνος, ο οποίος απέκτησε ενδιαφέρον στο γέροντα. «Όσοι έχω συναντήσει με αντιμετωπίζουν με φόβο, με λύπη, με θυμό. Είσαι ο πρώτος που δεν έχει τίποτα από αυτά».
«Φαντάζομαι γιατί όλοι οι άλλοι δεν αντιμετώπισαν την ιδέα σου όπως εγώ, όσο ζούσαν. Έλα, να σου εξηγήσω τι εννοώ», είπε και τον προέτρεψε να καθίσει στη θέση κοντά στο παράθυρο. Μπροστά από την καρέκλα υπήρχε ένα τραπεζάκι με μία ξύλινη σκακιέρα. Ο Χρόνος, εντυπωσιασμένος από τη στωικότητα του ανθρώπου, υπάκουσε και κάθισε στη θέση του μαύρου στρατού. Ο Βλαντιμίρ πήρε τη θέση απέναντί του, στα λευκά. «Από τότε που ο άνθρωπος άρχισε να σκέπτεται, προσπαθούσε να εξηγήσει τη φύση του. Από πού έρχεται, τι να κάνει, πού οδεύει. Όσο προχωρούσε ο Χρόνος, όσο εξελισσόταν η Ιστορία, έτσι κι ο άνθρωπος σκεπτόταν σε ολοένα και ανώτερες σφαίρες.» Ο γέροντας άρχισε να μετακινεί τους στρατιώτες, είτε ένα βήμα, είτε δύο. «Οι σφαίρες αυτές, όμως, δεν προσέγγιζαν πάντα την αλήθεια. Πόσοι φιλόσοφοι ανά τους αιώνες απέδιδαν τη φύση μου και τη φύση σου σε μία ανώτερη ύπαρξη; Πόσοι θεωρούσαν ότι εσύ είσαι ένας θεός, ή απότοκος των θεών;  Πόσοι σκέφτονταν ότι οι θεοί έφτιαξαν τους ανθρώπους για βοηθούς τους, ενώ αποδείχτηκε το αντίθετο;»

«Δεν πιστεύεις σε μία ανώτερη ύπαρξη;»
«Η ίδια τη Ιστορία το αποδεικνύει. Δες το! Είναι τυχαίο ότι, όσο εξελίσσεται ο άνθρωπος αρνείται τους προηγούμενους θεούς του; Γιατί συμβαίνει αυτό, νομίζεις; Γιατί έρχεται η γνώση! Δεν χρειαζόμασταν το θεό της φωτιάς από τη στιγμή που καταλάβαμε πώς να την αρχίσουμε! Δεν χρειαζόμασταν ένα δωδεκάθεο, ή ζωόμορφους θεούς, ή τη λατρεία ζώων από τη στιγμή που μάθαμε τα στοιχεία της φύσης, από όταν άλλαξε το σύστημα που είχε ανάγκη αυτές τις θεότητες! Ο χριστιανικός θεός, ο Θεός της αγάπης, δημιουργήθηκε όταν υπήρχε η ανάγκη να μπούμε ιδεολογικά σε έναν νέο τρόπο ζωής. Ξέρεις, η συνείδηση των ανθρώπων εξελίσσεται νομοτελειακά, αλλά ποτέ σε σταθερή τροχιά», είπε. Πήρε τον αξιωματικό που ήταν μπροστά του και διέγραψε μια διαγώνια τροχιά από τη μία γωνία της σκακιέρας στην άλλη. «Δεν είναι μόνο στην ανεπηρέαστη κρίση μας να δώσουμε απαντήσεις στις ερωτήσεις που εμείς θέσαμε, ακριβώς γιατί η ίδια μας η κρίση δεν είναι ανεπηρέαστη.»
«Εσύ ο ίδιος μου είπες ότι ο άνθρωπος φτιάχνει τους θεούς του, και θεωρείς ότι η κρίση του επηρεάζεται από κάτι άλλο πέραν του ίδιου; Από τι;»
«Από την αντικειμενική πραγματικότητα. Αν δεις την εξέλιξη στη Φύση θα καταλάβεις ότι δεν είναι μόνο στο χέρι του κάθε φυτού, του κάθε ζώου πώς θα εξελιχθεί. Είναι αποτέλεσμα του καιρού, των δυνατοτήτων που έχει, των κινδύνων που αντιμετωπίζει. Έτσι κι η κοινωνία εξελίχθηκε, όχι ευθύγραμμα, αλλά με βάση τις συνθήκες, στον άξονα του χρόνου.» Μετακίνησε τον πύργο σε ευθεία γραμμή από τα αριστερά στα δεξιά. «Έτσι κι εμείς, όσο προχωρούσαμε, όπως προχωρούσαμε, σε αυτόν τον άξονα, τόσο πιο κοντά ερχόμασταν στην αλήθεια.»
«Και ποια είναι η αλήθεια;»
«Ότι αυτή η ζωή είναι όλα όσα έχουμε.»
«Κυνικό μου ακούγεται αυτό. Δεν ελπίζεις σε κάτι ανώτερο, σε μία άλλη ζωή; Δεν θα απαλύνει τον πόνο του θανάτου σου;»
«Φυσικά και όχι!», αποκρίθηκε ο Βλαντιμίρ, και ξέσπασε σε γέλια. «Ό,τι σου είπα μέχρι τώρα, όλα αυτά που για τόσο καιρό πίστευαν οι άνθρωποι, τα πίστευαν για να εξηγήσουν κάτι το ανεξήγητο: τον Χρόνο τους σε αυτή τη ζωή! Όλοι τους προσπάθησαν να δώσουν απαντήσεις σε αυτό. Κι όλοι διαψεύστηκαν τραγικά! Δεν είναι η Άτροπος που κόβει το νήμα, δεν είναι ο Άδης που σε θέλει, δεν είναι ένας θεός που σε καλεί πίσω! Η πραγματικότητα είναι που κυριαρχεί σε εμάς. Οι απαντήσεις που έκαναν τόσους αιώνες οι άνθρωποι δεν δόθηκαν ποτέ, γιατί ήταν λάθος το ερώτημα.»
«Και ποιο είναι το σωστό;»
«Τι κάνουμε με το Χρόνο που έχουμε στη ζωή. Πώς θα εκπληρώσουμε την ιστορική μας αποστολή για να οικοδομήσουμε μια κοινωνία, μια αντικειμενική πραγματικότητα ανώτερου επιπέδου, και με αυτόν τον τρόπο, πώς όλοι μαζί θα βοηθήσουμε να φτάσουμε κοντά στην αρμονία μεταξύ του τι μπορούμε να έχουμε και του τι έχουμε.»
«Δε λυπάσαι που τέλειωσε ο χρόνος σου σε αυτή τη ζωή;»
«Όχι, δε λυπάμαι. Αξιοποίησα το χρόνο μου, γνωρίζοντας ότι ήταν περιορισμένος, προσπαθώντας, ποτέ μόνος μου, αλλά όλοι μαζί, να οικοδομήσουμε μια πραγματικότητα για τις επόμενες γενιές. Αξιοποίησα το χρόνο μου όσο καλύτερα μπορούσα, και να τα αποτελέσματα.» Με μία κίνηση του χεριού, ο Βλαντιμίρ έδειξε στον Χρόνο έξω από το παράθυρο, τα παιδιά να παίζουν. «Ο πατέρας μου πέθανε όταν εγώ ήμουν βρέφος. Μεγάλωσα χωρίς να τον θυμάμαι, αλλά το κενό που μου προξένησε αυτή η απουσία δεν μπορεί να συγκριθεί με τον πόνο των όσων έβλεπα γύρω μου. Μεγάλωσα στην πρωτεύουσα της χώρας, χωρίς φαγητό στο τραπέζι πολλές μέρες της εβδομάδας, χωρίς να πηγαίνω στο σχολείο. Η γειτονιά άδειαζε από τις αρρώστιες, από την πείνα, από τις εκτελέσεις του τσάρου, πολύ γρηγορότερα από όσο γέμισε νέα ζωή. Κι η μητέρα μου από την πείνα πέθανε στα δεκαπέντε μου. Κι όμως, ακόμα κι αν εμείς οι ίδιοι δεν το πιστέψαμε, χρειάστηκε αυτούς τους ίδιους, τους πεινασμένους, τους ξυπόλυτους, τους άρρωστους ανθρώπους, για να χτίσουμε μια κοινωνία στο μπόι των αναγκών μας. Δε λυπάμαι, Χρόνε μου, γιατί αφιέρωσα τη ζωή μου στο σωστό δρόμο.»
«Δε φοβάσαι που τελειώνει έτσι απλά η ζωή σου;»
«Όχι, δε φοβάμαι. Γιατί, ό,τι ξεκίνησε από άλλους το κληρονόμησα εγώ, και εγώ θα το κληροδοτήσω στους επόμενους. Δεν είμαστε παρά κομμάτια μιας κοινωνίας σε μία ορισμένη εξέλιξή της. Ακόμα κι ο πιο ξακουστός, ο πιο φοβερός, ακόμα κι αυτοί έχουν να επιτελέσουν ένα έργο, δοσμένο όχι από την ειμαρμένη του, αλλά από τις ανάγκες της εποχής. Όχι, Χρόνε, δε φοβάμαι, γιατί το δικό μου έργο το έφερα εις πέρας. Αν ήμουν λάθος ή σωστός, αυτό θα το κρίνουν οι επόμενοι. Αλλά ξέρω ότι έκανα ό,τι περνούσε από το χέρι μου για να εκπληρώσω το χρέος μου προς την αρμονία.
«Δε θυμώνεις που ο Χρόνος σε νίκησε;»
Ο Βλαντιμίρ, ήρεμος ως τότε, άρχισε να γελάει. «Μα, ακριβώς για αυτό δε θυμώνω, Χρόνε, γιατί δε με νίκησες! Εγώ με τους συντρόφους μου είμαστε η μεγαλύτερη απόδειξη! Δεν νικάς το χρόνο με το να παρατείνεις τη δική σου ζωή. Έτσι κι αλλιώς, κάποτε θα σε βρει. Το ζήτημα είναι αν, ενόσω ζεις, παλεύεις για μια καλύτερη ζωή, τόσο για σένα, όσο και για τους υπόλοιπους. Ξεχνάς τι είπα: ότι δεν είμαστε παρά κομμάτια μιας κοινωνίας, ενός συνόλου όχι μόνο μεγαλύτερου αριθμητικά αλλά και ουσιαστικά. Κοίτα τη σκακιέρα.» Όλοι οι στρατιώτες του Βλαντιμίρ ήταν σε απόσταση αναπνοής από το βασιλιά. «Για να κάνει κάποιος ένα βήμα μπροστά, χρειάζεται όλοι να το κάνουν.» Μετακίνησε το στρατιωτάκι που είχε μείνει πιο πίσω. Τώρα ο ένας κάλυπτε τον άλλο. Ο μαύρος βασιλιάς ήταν μόνος του απέναντι σε όλους τους στρατιώτες. «Και όταν όλοι προχωρήσουν, το επόμενο βήμα θα είναι ακόμα ουσιαστικότερο». Μετακίνησε το στρατιώτη του κέντρου σε σημείο να απειλεί το βασιλιά. Ο στρατιώτης αυτός καλυπτόταν από έναν άλλο. Από την άλλη πλευρά, όλα τα τετράγωνα απειλούνταν από τους στρατιώτες. «Όπως βλέπεις, όλοι μαζί καταφέραμε να οικοδομήσουμε μια ανώτερη ζωή. Χρειαζόταν να κάνουμε βήματα πολλά, και σίγουρα χρόνο. Στην πορεία χάσαμε πολλούς», έδειξε τα πιόνια εκτός σκακιέρας, «αλλά κι αυτοί βοήθησαν να χτίσουμε καλύτερα τη νέα μας ζωή. Βλέπεις, Χρόνε, δε θυμώνω, γιατί καταλάβαμε πώς λειτουργείς. Τώρα πια ξέρουμε ότι σημασία δεν έχει τι ακολουθεί τη ζωή, αλλά η ζωή η ίδια. Είναι το πώς αξιοποιείς το χρόνο που έχεις ο παράγοντας για να τον μετρήσεις. Υπό αυτή την έννοια», είπε με ένα γαλήνιο χαμόγελο και του έκανε νεύμα να δει τη σκακιέρα, «ποιος κέρδισε ποιον, Χρόνε;
» Είμαι έτοιμος. Αντιμετωπίζω το θάνατο με χαμόγελο που αρμόζει στην ιδεολογία μου, με τις γνώσεις που απέκτησα από αυτήν, τη συλλογική πείρα της ζωής που έχουμε όλοι μας. Ο τελειωμένος χρόνος μου δεν θα επηρεάσει την εξέλιξη της κοινωνίας, όπως το τέλος ενός λεπτού είναι ασήμαντο μπροστά στους αιώνες που έπονται. Είμαι έτοιμος.»
Κι ο Χρόνος, που για πρώτη φορά σχηματίστηκε ένα χαμόγελο στο στόμα του, σηκώθηκε από την καρέκλα και πλησίασε το Βλαντιμίρ. Του έδωσε το χέρι του σαν ίσος προς ίσο. «Είσαι όντως με νίκησες», είπε κι έριξε το βασιλιά του σαν ένδειξη ήττας.



Σάββατο 5 Μαΐου 2018

Smoke and Mirrors

Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό, με ένα ξύλινο κρεβάτι όπου φιλοξενούσε δύο άτομα. Στη γωνία, μία λάμπα θυέλλης έφεγγε αχνά το διάδρομο προς το υπόλοιπο σπίτι. Έκανε κρύο για την εποχή, αν σκεφτεί κανείς ότι ο Αύγουστος στη Μόσχα είναι πολύ ζεστός. Ο Γκεόργκι κι η Ιβάνα Μπορίσωφ είχαν ξαπλώσει για το βραδινό τους ύπνο. Το ένα μάτι ανοιχτό, συνήθεια που απέκτησαν στο πρόσφατο, ταραγμένο παρελθόν. Στο δωμάτιο απέναντι από το δικό τους, ο γιος τους, Βλαντιμίρ, κοιμόταν στην κούνια του.
   Ξαφνικά, ένας θόρυβος ακούστηκε σιγά, σαν θρόισμα φύλλων στη Λίμνη του Πατριάρχη. «Ποιος είσαι εσύ;», ρώτησε  ο Γκεόργκι το μαυροφορεμένο ξένο στο δωμάτιό του. Έψαξε γύρω του για το όπλο, το θλιβερό κειμήλιο που του έμεινε από το στρατό. Ο πιο πιστός του φίλος, ο πιο κοντινός του σύντροφος από τον Κριμαϊκό Πόλεμο, στις μάχες ενάντια στους «εχθρούς».
   «Το όπλο σου δεν θα με βλάψει, οπότε δεν έχει σημασία να το ψάξεις. Δεν ήλθα για να σου κάνω κακό.»
   «Ποιος είσαι;»
   «Είμαι αυτός που ήλθε να μαζέψει όλα αυτά τα οποία σου δανείστηκαν. Αυτός που θα σε βοηθήσει να κάνεις τον απολογισμό. Είμαι ο Χρόνος.»
   «Ο Χρόνος; Χα!» αποκρίθηκε ο Γκεόργκι, μην πιστεύοντάς τον. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και έκανε νεύμα στον ξένο να τον ακολουθήσει στην κουζίνα. «Ο Χρόνος μας εγκατέλειψε εδώ και καιρό, ξένε. Η ζωή μας, εδώ και πολλά χρόνια, αυτό μαρτυρά. Τώρα φύγε, μην βρω τελικά το όπλο!»
   «Τι εννοείς “σας εγκατέλειψα”; Είμαι πάντα δίπλα σας».
   «Για τον πόλεμο στην Κριμαία μιλώ, ξένε, πριν πέντε χρόνια! Για τον πόλεμο που έληξε με τόσες καταστροφές! Τόσους νεκρούς! Τόσες διαλυμένες οικογένειες! Και γιατί; Για έναν Αλέξανδρο; Ο τσάρος μας παράτησε μετά τον πόλεμο». Κοίταξε πίσω του. «Αν ξυπνήσει η γυναίκα μου και σε δει θα τρομάξει πολύ».
   «Μην ανησυχείς. Κι οι δύο είμαστε αθόρυβοι στους άλλους. Όλη αυτή η συζήτηση λαμβάνει χώρα στο μυαλό σου, όπου κανείς δε μπορεί να κρυφακούσει.»
   Ο Γκεόργκι πήγε και κοίταξε τη γυναίκα του. Εκείνη κοιμόταν ατάραχα, όπως την άφησε. Κατάλαβε ποιος είναι ο ξένος, για ποιο λόγο ήλθε. Αναστέναξε βαριά. «Ήλθε η ώρα μου;», ρώτησε.
   «Ναι», αποκρίθηκε ο Χρόνος. «Παρολαυτά, πες μου τι σε βασανίζει τόσα χρόνια. Γιατί νομίζεις ότι σας εγκατέλειψα;»
   «Ήμουν εκεί. Ήμουν στον πόλεμο. Αχ, να μπορούσες να το αισθανόσουν, Χρόνε! Σε ένα δευτερόλεπτο, σε μία ανάσα, χάθηκαν αιώνες ζωής! Ό,τι χρειάστηκε χρόνια να χτιστεί, καταστράφηκε σε ένα πετάρισμα των βλεφάρων! Ήταν η στιγμή που εξολόθρευσε τους αιώνες, ήταν το ξαφνικό που διέλυσε το μόνιμο, και εκεί καταλάβαινες ότι μια στιγμή ζωής άξιζε όσο όλα τα χρόνια που δεν κατορθώσαμε να εκμεταλλευτούμε.» Τα μάτια του δάκρυσαν, ένα ρυάκι ξεκίνησε από τη γωνία του ματιού. Δεν το σκούπισε. Η σταγόνα έπεσε απαλά στο πάτωμα. «Κι για σένα που ήσουν εκεί, πρέπει να ήταν η μεγαλύτερη στιγμή σου, φαντάζομαι.»
   «Κάνεις λάθος. Δεν είμαι αγγελιοφόρος θανάτου, δεν είμαι αυτός που καθορίζει το τέλος της ζωής. Υπάρχω αιώνια, πριν και μετά από τη ζωή.»
   «Το ξέρω.
Μα, πώς μετράς τη ζωή;  Με ώρες, χρόνια; Αιώνες, ίσως; Όλα αυτά είναι αυθαιρεσίες του ανθρώπου, απέλπιδες προσπάθειες να μετρήσει πόσο έχει μέχρι να κοπεί το νήμα του. Αυθαίρετες μετρήσεις, αυθαίρετες κατατμήσεις… αυθαίρετες πράξεις μιας αυθαίρετης ζωής.»
   «Δεν θεωρείς ότι εσύ καθορίζεις τη ζωή σου;»
   «Όχι, Χρόνε, δεν καθορίζουμε εμείς τη ζωή μας. Ερχόμαστε σε αυτή τη ζωή χωρίς να το θέλουμε, και φεύγουμε χωρίς να το επιζητούμε. Δεν ξέρω αν το πρόσεξες, αλλά και στις δύο περιπτώσεις κλαίμε. Τα δάκρυα που χύνουμε στη αρχή και το τέλος, όμως, δεν ανέρχονται στο πόσα δάκρυα ρίχνουμε στη διάρκεια ανάμεσά τους, ούτε κατά διάνοια. Πόσες φορές πενθήσαμε τους αγαπημένους μας; Πόσες φορές κλάψαμε για τους ζωντανούς; Πόσα… πόσα τραύματα έχουμε πάνω μας, είτε φαίνονται είτε όχι; Τα επιλέξαμε όλα αυτά; Μόνοι μας, τα διαλέξαμε να μας συντροφεύουν; Όχι, Χρόνε, δεν καθορίζουμε εμείς τη ζωή μας. Κάποιος μας έπλασε από το χώμα, κάποιος θα μας ξαναβάλει εκεί, και στο ενδιάμεσο παθαίνουμε περισσότερα από όσα κάνουμε. Εσύ, που μας ακολουθείς σε κάθε βήμα, που μετράς στη ζυγαριά τις επιλογές μας, εσύ που βρίσκεσαι μέσα στη σκιά που αφήνουμε πίσω μας, καθοδηγούμενοι από ένα δανεικό φως, εσύ θεωρείς ότι τη ζωή μας την καθορίζουμε;» Άρχισε να κλαίει εντονότερα, τα δάκρυα που έπεφταν στο πάτωμα θύμιζαν τη συχνότητα με την οποία έπεφταν οι σταγόνες από τη χαλασμένη βρύση. «Όχι, Χρόνε, δεν καθορίζουμε εμείς τη ζωή μας.»
   «
Κι όμως» είπε ο Χρόνος σε σιγανή αλλά σταθερή φωνή, μια φωνή που φάνταζε μακριά από συναισθήματα, μακριά από την καθημερινή αγωνία μιας ζωής, από τις τύψεις των ανθρώπων που δεν χόρτασαν τη ζωή τους όπως ήθελαν. «Ακριβώς αυτό, τη γέννησή σου και το θάνατό σου δεν τα καθορίζεις. Έχεις, όμως, μπροστά σου όλη τη διάρκεια από το ένα προς το άλλο, να διαλέξεις ποιος θέλεις να είσαι. Μη μου λες ότι δεν έχεις ευθύνη στο πώς ζεις, στο πώς δρας καθημερινά. Ναι, η σκακιέρα είναι στημένη! Οι κινήσεις, όμως, είναι δικές σου, είτε είναι καλές είτε κακές.» Κοίταξε τον άνθρωπο μπροστά του με θλίψη, γιατί τώρα, στο απόγιομα της ζωής του, μάθαινε πώς έπρεπε να ζει. «Ο χρόνος σου έρχεται στη σωστή του θέση, για το σωστό λόγο και με το σωστό τρόπο.»
   «Το ξέρω», αποκρίθηκε ο Γκεόργκι με ένα πικρό χαμόγελο. «Ξέρω ότι η δική μου ζωή, όπως και κανενός, δεν επηρεάζει εσένα. Έτσι κι ο θάνατος ενός,  ή δύο, ή πολλών, δε θα ανακόψει την πορεία σου. Ερχόμαστε σε αυτόν τον κόσμο κλαίγοντας και κλωτσώντας, βίαιοι κι ασταθείς. Πολλές φορές φεύγουμε με τον ίδιο τρόπο». Αναστέναξε, τα μάτια του ήταν και πάλι στεγνά.
«Θα ήθελα, όμως, να δω αυτόν που φεύγει, όχι πλήρης ημερών, αλλά με πλήρεις ημέρες». Κοίταξε το διάδρομο, όπως τον φώτιζε η λάμπα θυέλλης, με αυτό το γλυκό κίτρινο φως. Είδε, στο βάθος, το δωμάτιο του παιδιού του. «Μου επιτρέπεις να κάνω κάτι τελευταίο;»
   «Ελεύθερα».
   Σηκώθηκε και πήγε πάνω από την κούνια του γιου του. Το μωρό κοιμόταν ήσυχο, ονειρευόταν. Το κοιτούσε για ώρα με στοργή. Τελικά, άφησε στην αγκαλιά του ένα ποίημα που του τραγουδούσε για να κοιμηθεί:


Ο χρόνος τρέχει
Τρέχει τόσο γρήγορα
Που δεν καταλαβαίνεις
Τα χρόνια που περνούν

Κι εσύ μεγαλώνεις
Κατάφερες τα όνειρά σου;
Πήραν κι αυτά τη θέση τους
Στην πορεία του χρόνου;

Μην ανυπομονείς για το μέλλον
Μην ζεις για το παρελθόν
Ζήσε την κάθε μέρα
Γιατί η ζωή προχωρά γρήγορα

Ο τροχός του Χρόνου
Γυρίζει πάλι απόψε
Για πάντα αποφασίζει
Τη μοίρα μας
Ο τροχός του Χρόνου
Γυρίζει πάλι απόψε
Χωρίς αιτία ή ρυθμό
Τα χέρια του σε παραλαμβάνουν από τα δικά μου

   Το φίλησε μέτωπο και το σκέπασε με φροντίδα. Το κοίταξε μια τελευταία φορά, τον καρπό των προσπαθειών του για μια όμορφη ζωή σε άσχημες συνθήκες.
   «Είμαι έτοιμος», είπε στο Χρόνο που τον παρακολουθούσε.
   «Ωραία. Πιάσε το χέρι μου».
   Το έπιασε.
«Όλοι παραπονιούνται πως η ζωή είναι πολύ μικρή, ένα παιχνίδισμα του φωτός στη σκοτεινή κίνησή σου. Τη στιγμή του θανάτου μας, κάθε κλάσμα ζωής, κάθε κομμάτι της ύπαρξής μας, διαρκεί όσο το τέλος του κόσμου. Η ζωή τότε είναι πολύ μεγάλη για να χωρέσει κάθε είδους αυθαίρετη τομή που κάνουμε. Έτσι τελειώνει ο χρόνος μας, δανεικός όπως είναι: Όχι με κρότο, αλλά με κλαυθμό.» Και έφυγε από αυτή τη ζωή.
  
Την επόμενη μέρα, η Ιβάνα βρήκε τον άνδρα της ξαπλωμένο στο κρεβάτι. Τον άγγιξε για να τον ξυπνήσει, και είδε πως ήταν κρύος. Αλαφιασμένη, σκέφτηκε ότι κάποιος μπήκε μέσα στη νύχτα και τον σκότωσε, εξαιτίας του πολέμου. Με έναν τρόμο έτρεξε να δει το παιδί της, αν ήταν σώο. Το βρήκε να κοιμάται γαλήνια, με το χεράκι του να αγκαλιάζει ένα κομμάτι χαρτί.