Μήτε τ' Ατρέα λέω ο γιος δε θα με πείσει εμένα 315
μήτε άλλος σας κανείς, γιατί σπολλάτη δα δε μούπαν
που δίχως πάντα ανασασμό τους Τρώες πολεμούσα.
Και τί μου μένει πούσυρα τόσα πολλά μαρτύρια 321
μ' αιώνιες μάχες, τη ζωή σαν τίποτα αψηφώντας;
Πώς πάει η κλώσσα το σπυρί στ' αφτέρωτα πουλιά της
Μα τότε ο Αίας άνοιξε το στόμα να μιλήσει
« Γιε του Λαέρτη θεϊκέ, πολύτεχνε Δυσσέα,
» πάμε ! τι ουσία τίποτα, το βλέπω, εδώ δε βγαίνει. 625
» Και χριά το λόγο πέρα εφτύς να πάμε, ας είναι ότι είναι,
» τι ανήσυχοι θ' ακαρτερούν. Ως τόσο ο Αχιλέας
» στα στήθια ανήμερη έκανε την αντρική καρδιά του,
» ο έρμος ! και ξεχάνει πια των φίλων την αγάπη, 630
» που εμείς στα πλοία τούχαμε απ' όλους χώρια πάντα.
» Άσπλαχνε ! εδώ κι' αν αδερφό σου σφάξουν κι' αν παιδί σου,
» όχι δε λες αν βγει ο φονιάς και θέλει να πλερώσει·
» και μένει αφτού στον τόπο του πολλά ο φονιάς μετρώντας,
» και του παθού η βαριά καρδιά ξεγράφει πια το μίσος 635
» σα λάβει δίκια ξεζημιά. Μα εσένα σούχουν βάλει
» κακό άσβυστο οι θεοί θυμό στα στήθια για μιά κόρη,
» μιά και ξερή· μα τώρα εμείς εφτά τις πιο ομορφούλες
» μ' άλλα πολλά σου δίνουμε. Μα ας νιώσει πια η ψυχή σου
» μιά στάλα πόνο και σπλαχνιά. Σεβάσου την καλύβα 640
μήτε άλλος σας κανείς, γιατί σπολλάτη δα δε μούπαν
που δίχως πάντα ανασασμό τους Τρώες πολεμούσα.
Και τί μου μένει πούσυρα τόσα πολλά μαρτύρια 321
μ' αιώνιες μάχες, τη ζωή σαν τίποτα αψηφώντας;
Πώς πάει η κλώσσα το σπυρί στ' αφτέρωτα πουλιά της
μόλις το βρει, όμως έπειτα ψοφά απ' την πείνα ατή της,
έτσι κι' εγώ πολλές νυχτιές περνούσα ξαγρυπνώντας, 325
και μέρες μες στα αίματα βουτούσα και στους φόνους,
και με στρατούς χτυπιόμουνα για τα δικά τους τέρια.
Δώδεκα ως τώρα κούρσεψα με τα καράβια χώρες·
πεζός, ως έντεκα θαρρώ στης Τριάς τους κάμπους γύρω·
κι' απ' όλες πήρα 'να σωρό πολύτιμα μ' αξία, 330
και πάγαινα του βασιλιά και τάδινα Αγαμέμνου.
Κι' εκείνος, πίσω μένοντας μες στο καραβοστάσι,
τάπαιρνε, λίγα μοίραζε, πολλά κρατούσε ο ίδιος,
και τ' άλλα τάδινε πρεσβιά στων Αχαιών τους πρώτους.
Αφτών δεν τ' άγγιξε κανείς· και μοναχά από μένα 335
μου πήρε και κρατάει τη νιά που λαχταρούσα· τώρα
στο τρώμα ας μου τη χαίρεται! Όμως γιατί των Τρώων
να κάνουν πόλεμο έπρεπε οι Δαναοί; Πια ανάγκη
τόσο λαό τ' Ατρέα ο γιος να μάσει, κι' εδώ ως πέρα
να φέρει; ή όχι απ' αφορμή της λυγερής Ελένης;
Τί, μόνοι τις γυναίκες τους τις αγαπούν στον κόσμο 340
τ' Ατρέα οι γιοί; Όπιος έχει νου και γνώση, τη δική του
τη θέλει και την αγαπάει, καθώς αφτή κι' ατός μου
μ' όλη αγαπούσα την καρδιά κιάς τήνε πήρα σκλάβα.
Μα αφού με γέλασε, κι' αφτή την πήρε μου απ' τα χέρια,
να με δολώσει ας μη ζητάει . . . τον ξέρω, δε με πιάνει. 345
Κι έτσι ο Αχιλλέας, ο άριστος των Αχαιών, έπαψε να είναι αυτός που ήταν. Κι έτσι έπαψε να παλεύει για τους άλλους. Κι έτσι έπαψε να σώζει τους συντρόφους του.
έτσι κι' εγώ πολλές νυχτιές περνούσα ξαγρυπνώντας, 325
και μέρες μες στα αίματα βουτούσα και στους φόνους,
και με στρατούς χτυπιόμουνα για τα δικά τους τέρια.
Δώδεκα ως τώρα κούρσεψα με τα καράβια χώρες·
πεζός, ως έντεκα θαρρώ στης Τριάς τους κάμπους γύρω·
κι' απ' όλες πήρα 'να σωρό πολύτιμα μ' αξία, 330
και πάγαινα του βασιλιά και τάδινα Αγαμέμνου.
Κι' εκείνος, πίσω μένοντας μες στο καραβοστάσι,
τάπαιρνε, λίγα μοίραζε, πολλά κρατούσε ο ίδιος,
και τ' άλλα τάδινε πρεσβιά στων Αχαιών τους πρώτους.
Αφτών δεν τ' άγγιξε κανείς· και μοναχά από μένα 335
μου πήρε και κρατάει τη νιά που λαχταρούσα· τώρα
στο τρώμα ας μου τη χαίρεται! Όμως γιατί των Τρώων
να κάνουν πόλεμο έπρεπε οι Δαναοί; Πια ανάγκη
τόσο λαό τ' Ατρέα ο γιος να μάσει, κι' εδώ ως πέρα
να φέρει; ή όχι απ' αφορμή της λυγερής Ελένης;
Τί, μόνοι τις γυναίκες τους τις αγαπούν στον κόσμο 340
τ' Ατρέα οι γιοί; Όπιος έχει νου και γνώση, τη δική του
τη θέλει και την αγαπάει, καθώς αφτή κι' ατός μου
μ' όλη αγαπούσα την καρδιά κιάς τήνε πήρα σκλάβα.
Μα αφού με γέλασε, κι' αφτή την πήρε μου απ' τα χέρια,
να με δολώσει ας μη ζητάει . . . τον ξέρω, δε με πιάνει. 345
Κι έτσι ο Αχιλλέας, ο άριστος των Αχαιών, έπαψε να είναι αυτός που ήταν. Κι έτσι έπαψε να παλεύει για τους άλλους. Κι έτσι έπαψε να σώζει τους συντρόφους του.
« Γιε του Λαέρτη θεϊκέ, πολύτεχνε Δυσσέα,
» πάμε ! τι ουσία τίποτα, το βλέπω, εδώ δε βγαίνει. 625
» Και χριά το λόγο πέρα εφτύς να πάμε, ας είναι ότι είναι,
» τι ανήσυχοι θ' ακαρτερούν. Ως τόσο ο Αχιλέας
» στα στήθια ανήμερη έκανε την αντρική καρδιά του,
» ο έρμος ! και ξεχάνει πια των φίλων την αγάπη, 630
» που εμείς στα πλοία τούχαμε απ' όλους χώρια πάντα.
» Άσπλαχνε ! εδώ κι' αν αδερφό σου σφάξουν κι' αν παιδί σου,
» όχι δε λες αν βγει ο φονιάς και θέλει να πλερώσει·
» και μένει αφτού στον τόπο του πολλά ο φονιάς μετρώντας,
» και του παθού η βαριά καρδιά ξεγράφει πια το μίσος 635
» σα λάβει δίκια ξεζημιά. Μα εσένα σούχουν βάλει
» κακό άσβυστο οι θεοί θυμό στα στήθια για μιά κόρη,
» μιά και ξερή· μα τώρα εμείς εφτά τις πιο ομορφούλες
» μ' άλλα πολλά σου δίνουμε. Μα ας νιώσει πια η ψυχή σου
» μιά στάλα πόνο και σπλαχνιά. Σεβάσου την καλύβα 640
» που να μας σώσεις ήρθαμε στη στέγη σου από κάτου,
» εμείς π' απ' όλους είμαστε πιο φίλοι σου κι' αδρέφια. »
» εμείς π' απ' όλους είμαστε πιο φίλοι σου κι' αδρέφια. »
Και τότε λύγισε. Και τότε σκέφτηκε τις αξίες τους, τη συντροφικότητά τους και την αδελφοσύνη που τους έδενε. Κι η χάρις που δεν έλαβε από τον άνακτα εξ' ανάκτων θα τη δώσει τώρα στα αδέλφια του.
Πολλές φορές αφήνουμε την οργή να μας κυριέυσει. Μα πάντα ξεχνάμε τις αξίες που μας κρατάνε και μας κάνουν αρίστους.
Η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που καταλήγουμε να τρώμε μόνοι μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου