And so he spoke, that lord of Castamere
Δεν έχει πλάκα;
Δεν είναι αστείο όταν, εκεί που περιμέναμε τον κόσμο τόσο γεμάτο, αδειάζει; Όταν βλέπουμε, πίσω απ' το κενό, έναν κόσμο ολόκληρο;
Δεν είναι φαιδρό το γεγονός ότι, όταν θυμόμαστε ποιοι θέλαμε να γίνουμε τότε, τώρα που το κατακτήσαμε καταλαβαίνουμε ότι δε μας γεμίζει;
Και πώς γυρίζουμε πίσω;
Και πώς διορθώνουμε τα αδιόρθωτα;
Και πώς γλιτώνουμε από τη πορφυρή αυτή βροχή που μας ραίνει από πάνω;
Δεν έχει πλάκα όταν, για να γίνεις αυτός που θέλεις, χάνεις την ψυχή σου; Είναι το κυνήγι της Αμαρτίας, που γνώρισες την Κόλαση κι έχασες τον Παράδεισο, που γεύτηκες το απαγορευμένο και σε τύφλωσαν οι Ερινύες, που τόλμησες να αδράξεις τη μοίρα σου και σε δικάζουν οι Ευμενίδες.
Και ξέρεις ότι η δίκη αυτή δεν θα σε αθωώσει.
Και τώρα, πάνω στο λόφο, με το βλέμμα προσηλωμένο στη βροχή (οι ψιχάλες πάντα παίρνουν τη μορφή σου, όπως στροβιλίζονται στον κατάμαυρο ουρανό), σε θυμάμαι. Θα ήθελα να δω τα μάτια σου για μια τελευταία φορά, να χαθώ στην άβυσσό τους για κάποιες στιγμές - ή μερικές ώρες; Ή χρόνια ολάκερα; - να ατενίσω αυτές τις δύο σταγόνες ουρανού. Μα δεν είσαι εδώ. Κι εγώ πρέπει να συνεχίσω. Σε αφήνω με ένα ρόδο κι ένα ξίφος.
Προχωρώντας, ξανακούω τα λόγια:
Δεν έχει πλάκα;
Δεν είναι αστείο όταν, εκεί που περιμέναμε τον κόσμο τόσο γεμάτο, αδειάζει; Όταν βλέπουμε, πίσω απ' το κενό, έναν κόσμο ολόκληρο;
Δεν είναι φαιδρό το γεγονός ότι, όταν θυμόμαστε ποιοι θέλαμε να γίνουμε τότε, τώρα που το κατακτήσαμε καταλαβαίνουμε ότι δε μας γεμίζει;
Και πώς γυρίζουμε πίσω;
Και πώς διορθώνουμε τα αδιόρθωτα;
Και πώς γλιτώνουμε από τη πορφυρή αυτή βροχή που μας ραίνει από πάνω;
Δεν έχει πλάκα όταν, για να γίνεις αυτός που θέλεις, χάνεις την ψυχή σου; Είναι το κυνήγι της Αμαρτίας, που γνώρισες την Κόλαση κι έχασες τον Παράδεισο, που γεύτηκες το απαγορευμένο και σε τύφλωσαν οι Ερινύες, που τόλμησες να αδράξεις τη μοίρα σου και σε δικάζουν οι Ευμενίδες.
Και ξέρεις ότι η δίκη αυτή δεν θα σε αθωώσει.
Και τώρα, πάνω στο λόφο, με το βλέμμα προσηλωμένο στη βροχή (οι ψιχάλες πάντα παίρνουν τη μορφή σου, όπως στροβιλίζονται στον κατάμαυρο ουρανό), σε θυμάμαι. Θα ήθελα να δω τα μάτια σου για μια τελευταία φορά, να χαθώ στην άβυσσό τους για κάποιες στιγμές - ή μερικές ώρες; Ή χρόνια ολάκερα; - να ατενίσω αυτές τις δύο σταγόνες ουρανού. Μα δεν είσαι εδώ. Κι εγώ πρέπει να συνεχίσω. Σε αφήνω με ένα ρόδο κι ένα ξίφος.
Προχωρώντας, ξανακούω τα λόγια:
And who are you
That I must bow so low?
Only a cat of a different coat,
That's all the truth I know.
In a coat of gold or a coat of red,
A lion still has claws,
And mine are long and sharp, my lord,
As long and sharp as yours
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου