Μες στη νυχτιά, με τα φώτα νυσταγμένα και τους μεθύστακες στη γωνία να φωνάζουν,
ήλθες.
Σα μια θύμηση μιας άλλης εποχής, σα μιαν αχλή, ένα αερικό.
Τινάζεις τα χρυσοποίκιλτα μαλλιά σου, όμοια με μετάξι
Στο χρώμα των ματιών σου, της ψυχής μου.
Πέρα και πάνω από το Πορτ Νασάου, μου λες,
ξημερώνει για δυο ανθρώπους σαν εμάς.
Μα εσύ, άυλη, αψεγάδιαστη,
κι εγώ νεκρός, φρουρός μιας πανάγιας θύμησής μας.
Σε βλέπω, χωρίς λόγια, να χαμογελάς στην πρώτη ακτίδα της καρδιάς σου,
Να χαιρετάς την Πλάση που σ' έπλασε κι εσένα.
Να μου λες να χορέψουμε μαζί
στο φως του φαναριού που τρεμοσβήνει.
Αυτή την πλάση τη χτίζαμε μαζί, με ανέμους, με θύελλες, με εμπόδια στο δρόμο.
Μα, αλήθεια, ποιος ορίζει τα όρια δυο τόπων; Ο χρόνος.
Θέλω να πιάσω το χέρι σου τρεμάμενος. Χορεύουμε, κλινήρεις, στο φτερό του καρχαρία.
Ο λοστρόμος με κοιτάει να μιλάω στον αέρα.
Μα φύγε - εσέ σου πρέπει στέρεα γη.
Γιατί σε θυμάμαι;
Δεν έφυγες ποτές.
Έμεινες ριζωμένη στο γέρικο μυαλό
Σα τη γριά νέγρα στις προσευχές των ναυτικών
Που την αναζητά ένας σακάτης πειρατής,
που έλεγε ότι είναι ο άντρας της.
Γιατί ήρθες; Γιατί;
Ξυπνάν οι ναύτες ρεσάλτο να μας κάνουν.
Δεν ξαναείδαν θεά ποτές, ξέρεις.
Τρεις μέρες σπάγαν τα καρφιά και τρεις που με καρφώναν
Για σε. Για σε και μόνο.
Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία
Γιατί τα μάτια μου κλείνουν
Έχω απ' τα μεσάνυχτα πνιγεί
Χίλια μίλια πέρα απ' τις Εβρίδες.
Γιατί ξαναήρθες;
ήλθες.
Σα μια θύμηση μιας άλλης εποχής, σα μιαν αχλή, ένα αερικό.
Τινάζεις τα χρυσοποίκιλτα μαλλιά σου, όμοια με μετάξι
Στο χρώμα των ματιών σου, της ψυχής μου.
Πέρα και πάνω από το Πορτ Νασάου, μου λες,
ξημερώνει για δυο ανθρώπους σαν εμάς.
Μα εσύ, άυλη, αψεγάδιαστη,
κι εγώ νεκρός, φρουρός μιας πανάγιας θύμησής μας.
Σε βλέπω, χωρίς λόγια, να χαμογελάς στην πρώτη ακτίδα της καρδιάς σου,
Να χαιρετάς την Πλάση που σ' έπλασε κι εσένα.
Να μου λες να χορέψουμε μαζί
στο φως του φαναριού που τρεμοσβήνει.
Αυτή την πλάση τη χτίζαμε μαζί, με ανέμους, με θύελλες, με εμπόδια στο δρόμο.
Μα, αλήθεια, ποιος ορίζει τα όρια δυο τόπων; Ο χρόνος.
Θέλω να πιάσω το χέρι σου τρεμάμενος. Χορεύουμε, κλινήρεις, στο φτερό του καρχαρία.
Ο λοστρόμος με κοιτάει να μιλάω στον αέρα.
Μα φύγε - εσέ σου πρέπει στέρεα γη.
Γιατί σε θυμάμαι;
Δεν έφυγες ποτές.
Έμεινες ριζωμένη στο γέρικο μυαλό
Σα τη γριά νέγρα στις προσευχές των ναυτικών
Που την αναζητά ένας σακάτης πειρατής,
που έλεγε ότι είναι ο άντρας της.
Γιατί ήρθες; Γιατί;
Ξυπνάν οι ναύτες ρεσάλτο να μας κάνουν.
Δεν ξαναείδαν θεά ποτές, ξέρεις.
Τρεις μέρες σπάγαν τα καρφιά και τρεις που με καρφώναν
Για σε. Για σε και μόνο.
Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία
Γιατί τα μάτια μου κλείνουν
Έχω απ' τα μεσάνυχτα πνιγεί
Χίλια μίλια πέρα απ' τις Εβρίδες.
Γιατί ξαναήρθες;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου