Τρεις το
πρωί. Ο Αχιλλέας ξύπνησε απότομα από το λιγοστό ύπνο που πρόλαβε να ξεκλέψει
εδώ και δύο μέρες. Ιδρώτας κι υγρασία κατέκλυαν κάθε επιφάνεια του κορμιού του.
Έτρεμε κι ένιωθε λες κι είχε πυρετό, αν και ήταν η μέση του καλοκαιριού. Γρίπη; Όχι. Έξαψη, σκέφτηκε.
Του πήρε λίγη ώρα να αντιληφθεί την
πηγή της έξαψης αυτής, που όμοιά της δεν είχε ξανανιώσει. Και ξαφνικά, σε ένα
κλάσμα του δευτερολέπτου που του φάνηκε αιώνας, του ήρθε: Πρέπει να ζήσω μετά από τόσα χρόνια θανάτου!
Η σκέψη αυτή τον έκανε να αισθανθεί
ρίγη σε όλο του το κορμί. Πέρασε τόσο καιρό στην αφάνεια του κόσμου. Τα χρόνια
τον βρήκαν απαθή και τον προσπέρασαν, όπως οι αγέρωχες πινελιές ενός ζωγράφου στην άκρη του καμβά.
Πάρα πολύ καιρό γυρνούσε στα σκοτεινότερα μέρη του μυαλού του, προξενώντας στον
εαυτό του ένα αίσθημα μοναξιάς κι αποστασιοποίησης. Και το τραγικότερο είναι
πως του άρεσε. Ένιωθε καλά με τον εαυτό του να είναι άσχημα. Ζούσε με την ιδέα
πως το άξιζε.
Και πώς να μην το αξίζει; Τόσα πολλά
συνέβησαν σ’ αυτόν ή στα κοντινά του άτομα, πολλά προξένησε κι ο ίδιος. Ένιωθε
μέσα του, τόσο καιρό, πως η άσχημη διάθεση, η μόνιμη κατάθλιψη κι η συνειδητή
άρνησή του να ζήσει λίγες στιγμές, έστω, χαράς, ήταν το λιγότερο που θα
μπορούσε να κάνει, ο ελάχιστος φόρος τιμής που θα μπορούσε να αποτίνει σε όλους
αυτούς.
Ο Αχιλλέας, όμως, το σκέφτηκε εκείνη
τη βραδιά. Αναλογίστηκε όλα τα άτομα που πάντοτε ήταν κοντά του, εκείνα που
έχασε κι εκείνα που έχει ακόμα. Θυμήθηκε αυτούς που τον βοήθησαν, κι εκείνους
που, ασυνείδητα ή ηθελημένα, βοήθησε κι αυτός. Αποφάσισε μέσα του πως, τελικά,
κανείς από αυτούς δε θα ήθελε να ήταν ο ίδιος λυπημένος, κανείς δεν θυσιάστηκε
από το πλευρό του για να ζήσει ο ίδιος στη μιζέρια. Κι έτσι, κατέληξε πως,
τελικά, αυτός που πραγματικά θα ικανοποιούταν με τη μελαγχολία του, ήταν ο
ίδιος του ο εαυτός. Κι η αλήθεια τον χτύπησε κατακούτελα. Άδικη η μαυρίλα, άδι- κα χαράμισε την ευτυχία
του για χρόνια κατάθλιψης, για χρόνια κατα- χρήσεων και άσκοπου αγώνα για την
εύρεση μιας ρανίδας χαράς. Έχασε τόσες ευκαιρίες κυνηγώντας την
«κατάλληλη». Ανοησίες. Εμείς φτιάχνουμε
τις στιγμές μας, σκέφτηκε.
Σηκώθηκε από το κρεβάτι, έβαλε το
στενό του τζιν, το μπλουζάκι, τις μπότες και το δερμάτινο τζάκετ. Πήρε από το
κομοδίνο τα λιγοστά λεφτά που είχε. Έσυρε τον εαυτό του μέχρι το μπάνιο κι
έριξε νερό στο πρόσωπό του. Τότε κοίταξε το πρόσωπό του στον καθρέφτη. Ο
δεκαεννιάχρονος άνδρας που έβλεπε μπροστά του τού φαινόταν σαν μια φιγούρα το
παρελθόντος, μία ανάμνηση από τα παλιά. Χαμογέλασε, το πρώτο του αληθινό
χαμόγελο εδώ και καιρό. Ο κόσμος είναι
ένα απαίσιο μέρος, γεμάτο υποκριτές με ψεύτικα χαμόγελα. Το καλύτερο που έχεις
να κάνεις είναι να δείξεις λίγη αλήθεια ανάμεσα στο σκοτάδι. Κι ένα αληθινό
χαμόγελο, προερχόμενο από την καρδιά, είναι ο κεραυνός εν αιθρία ανάμεσα σε
τόση υποκρισία.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή – σαν
αρμονικά δεμένο – ακούστηκε η φωνή του Dio από το στερεοφωνικό να λέει Ο κόσμος είναι γεμάτος από βασιλιάδες και
βασίλισσες, που τυφλώνουν τα μάτια σου και κλέβουν τα όνειρά σου. Με ένα
χαμόγελο, θυμήθηκε σε μία στιγμή τόσο σύντομη όσο ένας χτύπος της καρδιάς, τους
βασιλιάδες και τις βασίλισσες που γνώρισε στη ζωή του. Εκείνους που του
απέκρυψαν την αλήθεια και γέμισαν το μυαλό του με πλάνη. Εκείνους που έκλεψαν
τα όνειρα που είχε μικρός και τα αντικατέστησαν με μαύρες σκέψεις, με μαύρα
συναισθήματα, με έναν μαύρο εφιάλτη που λίγο έμελλε να μαυρίσουν ό,τι αγνό
απέμενε μέσα του. Με ένα χαμόγελο ονειρεύτηκε για λίγο τα πρόσωπα που τον
έκαναν να χαμογελάει. Σκέφτηκε τη Ροδάνθη που του δίδαξε τι σημαίνει να είσαι
άνθρωπος. Σκέφτηκε τον Παναγιώτη, τον συλλέκτη του χρόνου, που επέμενε ότι ο
κόσμος παγώνει, ο αέρας γίνεται χειροπιαστός και η αιωνιότητα περνάει σε μία
στιγμή, όταν είσαι με κάποιον που αγαπάς. Θυμήθηκε τα λόγια του γέρου, ζήσε για το παρόν, γιατί το παρελθόν έφυγε
και το μέλλον ίσως να μην έλθει ποτέ.
Άφησε τα τσιγάρα του στο κομοδίνο
– δε θα ξανακάπνιζε ποτέ του. Τώρα που κατάλαβε την αξία της ζωής, σιχάθηκε την
ιδέα του να την μειώσει. Τώρα που κατάλαβε την αξία της χαράς, τον εκνεύριζε να
δράττει στιγμές ευτυχίας από κάτι που τον έκανε πιο στενοχωρημένο. Πήρε τα
γυαλιά ηλίου του από το τραπέζι, αν κι ήταν αξημέρωτα. Θα έβγαινε έξω, θα
πήγαινε να δει τα αγαπημένα του πρόσωπα, να μιλήσει μαζί τους, να τους αγκαλιάσει και να τους πει
πως οι λέξεις περιττεύουν όταν πρόκειται για συναισθήματα.
Άνοιξε την πόρτα και βγήκε από το
σπίτι. Θυμήθηκε τη Μαργαρίτα. Η αγάπη
θέλει γέλιο, του είχε πει κάποτε. Το χείλος του έσκασε ένα χαμόγελο, τόσο
διάπλατο που σκέφτηκε πως θα του παρέμενε για πάντα. Μακάρι! Δεν τον ένοιαζε. Της άξιζε αυτό, και κάθε χαμόγελο που θα
έριχνε από εδώ και μπρος.
Πέρασε στο πάρκινγκ και καβάλησε τη
μηχανή. Δεν είχε σκοπό να επιστρέψει σύντομα στο καταθλιπτικό τούτο μέρος. Ίσως
και ποτέ.