Αποσπερίτης... κατά φαντασία

Αποσπερίτης... κατά φαντασία

Παρασκευή 14 Αυγούστου 2015

Fur elise

   Ο Αχιλλέας καθόταν στον καναπέ. Άλλο ένα βράδυ, μια ανούσια βουτιά στην απαγορευμένη πόλη. Κοίταξε γύρω με το θολό του βλέμμα - τα ανακατεμένα μαλλιά του τον εμπόδιζαν- : το κράνος πεταμένο στη γωνία, το τσιγάρο του στο τραπέζι μπροστά, η ουλή στο γόνατο να ματώνει, κι ο ίδιος ζαλισμένος, κουρασμένος, να πονά.

   Σαν σήμερα ήταν η πρώτη φορά που τη γνώρισε

   "Διάλεξε!", τον διέταξε περιπαικτικά η Μαργαρίτα. "Άντε να πάμε στο μαγαζί". "Είναι απλά χρώμα!", γέλασε εκείνος, "έναν τοίχο θα βάψουμε, σου έχω εμπιστοσύνη!" "Δεν είναι αυτό", είπε η κοπέλα σοβαρεύοντας ξαφνικά. "Έχει σημασία για μένα, γιατί έχει για σένα", της απάντησε. Την αγκάλιασε από πίσω και της έδωσε ένα φιλί στο λαιμό. "Είναι κάτι που θέλουμε κι οι δύο, έτσι δεν είναι;" Την έσφιξε πιο πολύ. "Ω, θεέ μου" "Θα σου πω ένα μυστικό", της ψιθύρισε. "Ο θεός μας ζηλεύει, να το ξέρεις. Είμαστε σάρκα και οστά, ενώ αυτός είναι αέναος. Μας ζηλεύει γιατί αυτός δε μπορεί να πεθάνει. Γιατί κάθε στιγμή μπορεί να είναι η τελευταία μας." Τη γύρισε να τη βλέπει κατάματα, τα μελί της μάτια καρφώθηκαν βαθιά μέσα στα δικά του. "Ποτέ δε θα είσαι τόσο όμορφη όσο είσαι τώρα. Ποτέ δε θα σ' αγαπήσω όσο σ' αγαπάω τώρα. Και ποτέ δε θα σε κρατάω όπως σε κρατάω τώρα. Αυτό είναι που κάνει τη ζωή ν' αξίζει, ότι παρόλο που ξέρεις ότι θα τελειώσει, όσο ζεις σχεδιάζεις και υλοποιείς. Κι αν δεν έχει σημασία για σένα", την κοίταξε πίσω σοβαρά, "έχει για μένα". Χαμογέλασε εκείνη. Τα χείλη τους ενώθηκαν.

   Κοίταξε τη φωτογραφία της στο κομοδίνο.

   "Θα έχουμε για πάντα το Παρίσι", έγραφε με το δικό της γραφικό χαρακτήρα



They say you're beautiful
And they'll always let you in
But doors are never open
To the child without a trace of sin

Τρίτη 11 Αυγούστου 2015

A Murder of Crows

Κλακ
Κλακ
Κλακ

Η Μοίρα αφήνει τις χαρακιές της στην πλάτη σου

Ποιος είσαι, ξέρεις; με ρωτάει
Όχι, της απαντάω, δεν έχω ιδέα

Την αγάπησες, γιατί γεύτηκες την κόλαση κι εκείνη ήταν η  μεγαλύτερη αμαρτία σου

Τη μίσησες, γιατί είδες τον Παράδεισο κι εκείνη ήταν ό,τι πιο ιερό είχες δει


Κλακ το μαστίγιο

Η καρδιά σου ξέρει μόνο τι θες, μου λέει
Τα μάτια εξαπατούν, όχι από μόνα τους, αλλά όταν εθελοτυφλείς
Θέλεις και το κάνεις

Κλακ
Κλακ

Τα τραύματα βαθαίνουν, το αίμα ξεπηδάει και πιτσιλίζει το μαρμάρινο δάπεδο


Αλλά το ξέρω, όπως το ξέρεις κι εσύ
Έζησα χίλιους μικρούς θανάτους
Και κάθε φορά που πέθαινα
   -Σκεφτόμουν εσένα

Κλακ
Κρακ
Κλακ

Αθόρυβο χάδι της Μοίρας στο άψυχο (πια) σώμα