Αποσπερίτης... κατά φαντασία

Αποσπερίτης... κατά φαντασία

Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2017

I avariina na taar

Κοίταξε γύρω του, αναρίθμητους νεκρούς υπερασπιστές των Ελεύθερων Ανθρώπων, πεσόντες για μία ελεύθερη μοίρα. Ένιωσε το βάρος, την οδύνη που ένιωθαν τόσες οικογένειες για τους γιους, τους πατεράδες, τους αδελφούς τους. Ένιωθε το βάρος στις πλάτες του και το έδαφος να βουλιάζει από κάτω του. Όμως ήξερε: φτάσαμε ως εδώ για  την τελική νίκη. Και για την τελική νίκη θα προχωρήσουμε.
Θυμήθηκε τα λόγια του στον Κουβαλητή: "Θα έφτανα μαζί σου ως το τέλος. Ως τις φωτιές της Μαύρης Γης." Δε θα μπορούσε να αθετήσει την υπόσχεσή του. Δε θα μπορούσε να απογοητεύσει τόσο πολύ τον Όρκο που έδωσε στους Ντούνεντάιν, στα Ξωτικά που τον έσωσαν από το θάνατο, στη μητέρα του, στον πατέρα του, στους Λαούς... σε αυτήν.
Είχε ακούσει το ποίημα για αυτόν:
"Κρατήστε τις θέσεις σας! Κρατείστε τις θέσεις σας!" Τους μίλησε ως ίσοι, όχι ως βασιλιάς, αλλά ως σύντροφος.
"Για ό,τι αγαπάτε στην όμορφη τούτη γη... Σας καλώ να παλέψετε, Άνθρωποι του Κόσμου!"
Shall be king


Και ξαναήλθε ο τρόμος. Αυτά που του έδειξε ο Σκοτεινός Άρχων στο Παλάντιρ. Το θάνατό της. Την καταστροφή του. Τραντάχτηκε ολόρθος. Θυμήθηκε τα λόγια του πατέρα της: Η μοίρα της είναι δεμένη με εκείνο.

Τώρα ήξερε. Δεν υπάρχει γυρισμός, δεν υπάρχει επιστροφή. Κοίταξε τον στέρνο του, βαρύ και άδειο απ'όταν έσπασε ο Αποσπερίτης της. Είμαστε εδώ για να σωθούν. Για να σωθεί.

Ο Σκοτεινός Άρχων, ο Άνναταρ (τι ειρωνία, τα δώρα του να έχουν τέτοιο κόστος), τον κοίταξε κατάματα, ως ίσος προς ίσον, κι ήξερε ότι ο διάδοχος του Ελέντιλ είναι πανίσχυρος, ότι το γένος του δεν είχε εκλείψει ακόμα, ότι έπρεπε να βγει κι ο ίδιος στη μάχη, ως ίσος αντί ίσου.


All that is gold does not glitter,
Not all those who wander are lost;
The old that is strong does not wither,
Deep roots are not reached by the frost.
From the ashes a fire shall be woken,
A light from the shadows shall spring;
Renewed shall be Blade that was Broken,
The crownless again shall be king.

Ήξερε τι σημαίνει ο Βασιλιάς του Άνορ και της Γκόντορ. Κι έπρεπε να τον σκοτώσει με κάθε τρόπο.
Τον κοίταξε μες στα μάτια και του ψιθύρισε Άραγκορν... ο Σεβαστός Βασιλιάς... Ελεσσάρ...ο Βασιλεύς. Ο Σκοτεινός Άρχων κυριεύτηκε από τρόμο, γιατί φοβόταν το θάνατο. Ο Ελεσσάρ τον αποδέχτηκε, γιατί αποδέχτηκε το χρέος του στον κόσμο.

Κοιτώντας πίσω του την τεράστια στρατιά που ξεδιπλωνόταν, έως τους περικύκλωσαν, ο Βασιλεύς είδε τον τρόμο στα μάτια των συντρόφων του. Κατάλαβε ότι αντανακλώταν στα δικά του μάτια.
Τότε, τον κυρίευσε ένα τέτοιο αίσθημα ευθύνης που κατάλαβε την ανάγκη να ηγηθεί των ανδρών.
"Αδέρφια μου! Βλέπω στα μάτια σας τον ίδιο φόβο που θα κατέκλυε κι εμένα! Θα έρθει ίσως μία μέρα που το κουράγιο των Ανθρώπων θα εκλείψει, που θα ξεχάσουμε τους φίλους μας και θα σπάσουμε κάθε δεσμό συντροφικότητας. Αλλά όχι σήμερα! Θα έρθει ίσως μία ώρα δέοντος, και σπασμένων ασπιδών όταν καταρρεύσει το κουράγιο των Ανθρώπων. Αλλά όχι σήμερα! Σήμερα παλεύουμε!" Σκέφτηκε εκείνην, κι η μορφή της, το χαμογελαστό της πρόσωπο, τα μάτια της να τον διαπερνούν. Ένα μικρό χαμόγελο, αυτή την τελική ώρα, ξεπρόβαλε στην άκρη του στόματός του.



The crownless again

Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2017

Βαμμένοι Ουρανοί

Βάψε τον ουρανό.
Ένα χρώμα που σου ταιριάζει
Όταν χαμογελάς στον Παράδεισο
Κι όταν κοιτάς το στιγμιαίο
   της οικουμένης

Και δε χρειάζεται να είναι άσπρο ή μαύρο
Μόνο να είναι ένα χρώμα δικό σου
Τα ασημένια σύννεφα είναι εκεί μόνο
Να κρύβουν την καταιγίδα που έρχεται

Άνοιξε τα φτερά σου
Κι όλα θα αλλάξουν
Οι εφιάλτες θα γίνουν θρύψαλα
Στα ουράνια πατώματα

Πέτα ψηλά και μακρυά
Δε θα είμαστε δέσμιοι για πάντα
Στους βαμμένους ουρανούς βάζεις χρώμα
Των ματιών σου, να μη σκιάζουν το χρώμα
   των ονείρων σου

Κι αν θέλεις, όταν οι εφιάλτες έρχονται κοντά
Θυμήσου το αστροφώτιστο διάστημα
Και βάψε τους ουρανούς
Ένα φωτεινότερο γαλάζιο

Αλλά πρέπει να το θέλεις


Για να πάρουν χρώμα οι ουρανοί
Και τα όνειρα εκδίκηση



Λείπεις, μπαμπά.