Ήρθες. Σε περίμενα, κι ας μην με πιστεύεις. Σε περίμενα τόσα χρόνια, με τόσο πόνο κι αγωνία, τόση λαχτάρα... Οι μέρες περνούσαν μα ο Χρόνος ακίνητος, ένα παιδί που δε θέλει να μεγαλώσει. Αχ, για τόσους ανθρώπους αμείλικτα γρήγορος, για μένα τόσο βραδύς...
Πέρασαν καλοκαίρια, πέρασαν χειμώνες, ο ήλιος κι η βροχή λυσσομανούσαν στα αδιάφορα καρδιοχτύπια μου, δεν πέρασαν πιο μέσα, δε ζέσταναν και δεν κρύωσαν τίποτα... Ένας πόνος πιο αδιαπέραστος από τα τείχη της Τροίας, πιο βαθύς από τα Τάρταρα, πιο άδειος από το Καθαρτήριο... Δε φοβάμαι. Όχι πια.
Χαίρομαι που το ακούω. Δεν ήρθα να σε φοβίσω. Ποτέ δεν το θέλω αυτό. Ήρθα να εκπληρώσω το χρέος προς την αρμονία.
Το ξέρω. Δάκρυα άρχισαν να στάζουν σε ένα πικρόγλυκο χαμόγελο. Ξέρεις, πολλοί σε παρεξηγούν, πολλοί σε φοβούνται. Σε ονομάζουν το Ωμέγα, το Τέλος. Προσπαθούν όλη τους τη ζωή να σου ξεφύγουν...
Κι αυτό είναι το λάθος σας. Δε σας χαρίστηκε η ζωή για να φοβάστε μη τη χάσετε. Ζείτε, ώστε όταν φύγετε, να κοιτάξετε πίσω και να δείτε ότι για κάτι προσπαθήσατε. Δεν σας κρίνω αν το καταφέρατε. Σας κρίνω αν προσπαθήσατε.
Το ξέρω. Αχ, (τα δάκρυα άρχισαν να πληθαίνουν) αχ, γιατί δεν ήρθες πιο νωρίς; Πριν από 5 χρόνια, να με έπαιρνες κι εμένα μαζί του; Ή πριν 10, όταν πήρες το φως μου; Του άξιζε να πεθάνει στα 7 του;
Δεν κρίνω αν είναι άξιος να πεθάνει κάποιος. Πολλοί αξίζουν θάνατο και ζουν. Πολλοί αξίζουν τη ζωή που τους πήρα. Μπορείς εσύ να τους κρίνεις; Όχι, και θα ήταν αφελές. Ήρθα σήμερα, όχι πριν 5 ή 10 χρόνια, για να δω αν ξεπέρασες τον πόνο σου κι είσαι έτοιμη να τελειοποιηθείς.
Δεν καταλαβαίνω, είπε εκείνη, και στα ρυτιδωμένα από τις στενοχώριες μάτια της, σχηματίστηκε ανείπωτος τρόμος. Τι εννοείς;
Ο θάνατος είναι το τελευταίο στάδιο της ζωής. Ανυπέρβλητο και νομοτελειακό, σε παρασέρνει. Ό,τι ξεκίνησε θα τελειώσει. Αυτή είναι η Εύθραυστη Τέχνη της Ύπαρξης. Αυτή είναι η αρμονία.
Εσύ μου την πήρες! άρχισε να φωνάζει, τα δάκρυα έγιναν λυγμοί. Εσύ μου πήρες το παιδί μου, εσύ πήρες τον άνδρα μου! Εσύ, ο Αρχάγγελος του Θανάτου! Κι ήλθες τώρα να ΚΡΙΝΕΙΣ αν θα πάρεις εμένα;
'Οχι, είπε ήρεμα εκείνος και της άπλωσε το χέρι του. Ήλθα να σου πω πως έφτασε η ώρα σου.
Σε ένα δευτερόλεπτο της πέρασε ο τρόμος, έδιωξε την απελπισία. Επιτέλους.., ψιθύρισε. Τον κοίταξε κατάματα, μέσα από τη μάσκα. Θα πονέσω; ρώτησε.
Όχι.
Ευχαριστώ.
Έπιασε το χέρι του, κι ένιωσε την ψύχρα. Χαμογέλασε. Ήξερε ότι εδώ ήταν το τέλος.
Πέρασαν καλοκαίρια, πέρασαν χειμώνες, ο ήλιος κι η βροχή λυσσομανούσαν στα αδιάφορα καρδιοχτύπια μου, δεν πέρασαν πιο μέσα, δε ζέσταναν και δεν κρύωσαν τίποτα... Ένας πόνος πιο αδιαπέραστος από τα τείχη της Τροίας, πιο βαθύς από τα Τάρταρα, πιο άδειος από το Καθαρτήριο... Δε φοβάμαι. Όχι πια.
Χαίρομαι που το ακούω. Δεν ήρθα να σε φοβίσω. Ποτέ δεν το θέλω αυτό. Ήρθα να εκπληρώσω το χρέος προς την αρμονία.
Το ξέρω. Δάκρυα άρχισαν να στάζουν σε ένα πικρόγλυκο χαμόγελο. Ξέρεις, πολλοί σε παρεξηγούν, πολλοί σε φοβούνται. Σε ονομάζουν το Ωμέγα, το Τέλος. Προσπαθούν όλη τους τη ζωή να σου ξεφύγουν...
Κι αυτό είναι το λάθος σας. Δε σας χαρίστηκε η ζωή για να φοβάστε μη τη χάσετε. Ζείτε, ώστε όταν φύγετε, να κοιτάξετε πίσω και να δείτε ότι για κάτι προσπαθήσατε. Δεν σας κρίνω αν το καταφέρατε. Σας κρίνω αν προσπαθήσατε.
Το ξέρω. Αχ, (τα δάκρυα άρχισαν να πληθαίνουν) αχ, γιατί δεν ήρθες πιο νωρίς; Πριν από 5 χρόνια, να με έπαιρνες κι εμένα μαζί του; Ή πριν 10, όταν πήρες το φως μου; Του άξιζε να πεθάνει στα 7 του;
Δεν κρίνω αν είναι άξιος να πεθάνει κάποιος. Πολλοί αξίζουν θάνατο και ζουν. Πολλοί αξίζουν τη ζωή που τους πήρα. Μπορείς εσύ να τους κρίνεις; Όχι, και θα ήταν αφελές. Ήρθα σήμερα, όχι πριν 5 ή 10 χρόνια, για να δω αν ξεπέρασες τον πόνο σου κι είσαι έτοιμη να τελειοποιηθείς.
Δεν καταλαβαίνω, είπε εκείνη, και στα ρυτιδωμένα από τις στενοχώριες μάτια της, σχηματίστηκε ανείπωτος τρόμος. Τι εννοείς;
Ο θάνατος είναι το τελευταίο στάδιο της ζωής. Ανυπέρβλητο και νομοτελειακό, σε παρασέρνει. Ό,τι ξεκίνησε θα τελειώσει. Αυτή είναι η Εύθραυστη Τέχνη της Ύπαρξης. Αυτή είναι η αρμονία.
Εσύ μου την πήρες! άρχισε να φωνάζει, τα δάκρυα έγιναν λυγμοί. Εσύ μου πήρες το παιδί μου, εσύ πήρες τον άνδρα μου! Εσύ, ο Αρχάγγελος του Θανάτου! Κι ήλθες τώρα να ΚΡΙΝΕΙΣ αν θα πάρεις εμένα;
'Οχι, είπε ήρεμα εκείνος και της άπλωσε το χέρι του. Ήλθα να σου πω πως έφτασε η ώρα σου.
Σε ένα δευτερόλεπτο της πέρασε ο τρόμος, έδιωξε την απελπισία. Επιτέλους.., ψιθύρισε. Τον κοίταξε κατάματα, μέσα από τη μάσκα. Θα πονέσω; ρώτησε.
Όχι.
Ευχαριστώ.
Έπιασε το χέρι του, κι ένιωσε την ψύχρα. Χαμογέλασε. Ήξερε ότι εδώ ήταν το τέλος.
I lock the gates to hell
I toll the final bell
I am forever