Τα κίτρινα φώτα του λιμανιού
Όμοια με όνειρα κλινήρη
Χάνονται από τα κύματα που σκάνε στον όρμο
Του Πορτ Πεγκάσου, τα μεσάνυχτα.
Βρεγμένοι, κρατιόμαστε από το σκοινί
Κόντρα στον άνεμο που λυσσομανά
Με την ελπίδα ότι αυτό
Δε θα είναι το τελευταίο μας ταξίδι
Δε θα είναι το τελευταίο μας ταξίδι
Ο καπετάνιος μας κοιτάει από τη γέφυρα
Άνδρας σωστός γερόλυκος
Τα χρόνια του τα έφαγε η θάλασσα
Κι αυτός την ερωτεύτηκε αρρωστημένα
Μας κοιτά. Θέλει να δει αν θα σηκώσουμε το πανί
Κόντρα στο Σιρόκο
Να καταφύγουμε στα λιμάνια της Ανατολής
Για το εμπόρευμα τ' αφέντη
Για το εμπόρευμα τ' αφέντη
Κι είναι αλήθεια, όταν δεν έχεις τίποτα
Παρά μόνο τη ζωή σου που παλεύεις να κρατήσεις
Καταλαβαίνεις ότι δεν είσαι πραγματικά μόνος -
Έχεις τους συντρόφους σου μαζί.
- Ως πότε; φωνάζει ο νεότερος
Θα σηκώνουμε αυτού του στεναγμού τους πόνους;
Αυτή είναι η ζωή. - Δεν είναι αυτή η ζωή!
Δεν γεννηθήκαμε να πεθαίνουμε σκυφτοί!
Δεν γεννηθήκαμε να πεθαίνουμε σκυφτοί!
Το φεγγάρι χλωμό τρέχει ανάμεσα στα σύννεφα
- βγήκαμε ανοιχτά -
Κι αφήνει το γλυκόπιοτό του ασήμι
Στην ανταριασμένη θάλασσα.
Αυτή, σαν διψασμένη από καιρό,
Σαν έτοιμη από αρχής της Φύσης,
Το φιλά στα χείλη της με βρυχηθμούς.
Τα στεγανά του βαποριού χάνονται
Θαρρείς πως το μεταλλικό φέρετρο αυτό
Σημαδεύει την άβυσσο
Κι εμάς μαζί.
Ο χρόνος σταμάτησε -
Ή δεν υπήρξε ποτέ;
Όταν η ζωή σε καλεί πίσω
Καταλαβαίνεις πως δεν υπάρχει θεός.
Κόρη, σε θυμήθηκα κι απόψε
Στο γιόμα της ζωής μου
Στο γιόμα της ζωής μου
Να χορεύεις με την αγνότητα της θεϊκής σου λάμψης
Τα μάτια σου, δυο σταγόνες ουρανού
Λίγη απ' την ουσία του θεού
Πέσαν για λίγο πιο βαθιά, στο βυθό που πνίγηκα
Όταν έψαχνα να σε βρω.