Σκηνή Πρώτη
Πράξη Πρώτη
Πράξη Πρώτη
[Πάνω στη σκηνή τα φώτα είναι σβηστά. Απόλυτη σιωπή επικρατεί. Ξαφνικά ακούγεται μία ανδρική φωνή. Η φωνή είναι ήρεμη, ενός άνδρα που έχει δει τόσα πολλά, που ξέρει ακόμα περισσότερα, που έχει φτάσει τόσο κοντά στην αλήθεια όσο κανείς.]
- Τρόμος. Ανείπωτος τρόμος. Στη στιγμή του θανάτου όλοι οι άνθρωποι γνωρίζουν μόνο τρόμο. Αυτός είναι που δίνει ώθηση στις σκέψεις, αυτός είναι ο καθοδηγητής κάθε πράξης. Αυτός δίνει τις διαταγές, όταν κάποιος είναι κοντά στην άβυσσο. Έχω δει τρόμο, κι έχω νιώσει το θάνατο. Γιατί πάντα εγώ τον φέρνω.
[Ένα κάθετο φως πέφτει πάνω σε μια μορφή στο κέντρο της σκηνής. Η μορφή, ο ΧΡΟΝΟΣ, είναι καθισμένος σε μία ξύλινη, απλή, άβολη καρέκλα. Φοράει ένα μαύρο χιτώνα που καλύπτει όλο το σώμα. Στα χέρια του φοράει μαύρα δερμάτινα γάντια. Το πρόσωπό του είναι στο ημίφως, καθώς φοράει κουκούλα. Θυμίζει γκροτέσκα φιγούρα. Κοιτά προς το κοινό, η ματιά σταθερή μπροστά του.]
- Καθ' όλη την ιστορία των ανθρώπων, εγώ ήμουν ο αγγελιοφόρος, εγώ ο ψυχοπομπός. Όσο υπάρχει θάνατος, εγώ θα τον ενσαρκώνω. Όσο υπάρχει απελπισία, εγώ θα φέρνω τη λύτρωση, την εύκολη διαφυγή. Όσο υπάρχει πόλεμος, εγώ θα σμίγω τους λαούς. Όσο υπάρχει πίστη, εγώ θα φέρνω τη διάψευση. Κι όσο υπάρχει προσπάθεια, εγώ θα φέρνω την τελειοποίηση.
[Σηκώνεται από την καρέκλα κι έρχεται στην άκρη της σκηνής, πάνω από τους θεατές.]
- Τρόμος. Παντού τρόμος. Είμαι τα τέρατα στις ντουλάπες των παιδιών, είμαι το σκοτάδι όταν σβήνει το φως. Είμαι η σκιά σου όταν περπατάς στο φως, κι όσο πιο κοντά έρχεσαι στο φως, τόσο μεγαλύτερος γίνομαι. Είμαι αυτός που ηχεί την τελευταία καμπάνα. Είμαι ο καλύτερος φίλος αυτών που τα παράτησαν, κι ο πιο μισητός εχθρός αυτών που δεν καταλαβαίνουν.
Αλλά δεν ήταν πάντα έτσι. Γιατί γνώρισα τον καρπό της ζωής.
[Τέλος πράξης]