Αυτά ήταν τα λόγια του, και ένιωθε μέσα του πως είχε δίκιο. Δεν είχε καν σκεφτεί την πιθανότητα πως θα συνέβαινε το επόμενο.
«Αλήθεια;», άστραψε και βρόντηξε ο γέρος τρελός που καθόταν στο τραπέζι κοντά στο παράθυρο. «Αλήθεια δε μπορείς να νιώσεις την τρέλα να κατακλύζει το κορμί σου, σαν το δηλητήριο που νοθεύει το αίμα; Αυτήν την απίστευτη καθαρότητα του μυαλού που σου προσφέρει μία στιγμή παράνοιας;», φώναζε καθώς πέταξε την καρέκλα και τρεκλίζοντας σηκώθηκε πάνω. «Άφησε τη λογική! Πέτα την από το μυαλό σου! Αγκάλιασε τη νέα σου, απελεύθερη ζωή!»
Ο Αχιλλέας, έχοντας ζήσει με τους δικούς του για αρκετό καιρό ώστε να μάθει τα κουμπιά που δεν πρέπει να πατήσει, πήρε στωικό ύφος, και δήλωσε ήρεμα «Δε μπορείς να ζήσεις φτερό στον άνεμο. Πάντα κάτι θα υπάρχει από πίσω να σε ωθεί. Κάτι βαθιά μέσα σου να σε κατατρώει. Δεν υπάρχει ραγισμένος βράχος δίχως κύμα, και δεν υπάρχει κύμα χωρίς ρεύμα. Θα υπάρχει πάντα κάτι που σε κινεί να ενεργήσεις, μία λογική εξήγηση για τις πράξεις σου, είτε καλές είτε κακές.» Ενόσω μιλούσε, δεν κοίταξε ούτε μία φορά τον τρελό (“ψωριάρη” τον είχαν χαρακτηρίσει οι θαμώνες του μπαρ). Έστριβε το τσιγάρο του, και δεν πρόσεξε τον πονεμένο άνδρα, ο οποίος τον κοιτούσε με ένα παράξενο βλέμμα. Θύμιζε οίκτο ανάμεικτο με κατανόηση, κι όταν, επιτέλους, τελείωσε την ασχολία του κι έβαλε το τσιγάρο στο στόμα του, έτοιμος να γευθεί τη γλυκιά γεύση του θανάτου, πάγωσε με το πονεμένο χαμόγελου εκείνου του μεθύστακα γέρου με τα ψαρά μαλλιά, εκείνου του σατράπη του χρόνου, ο οποίος έμελλε να αλλάξει τη ζωή του νέου που είχε μπροστά του.
«Σε καταλαβαίνω, φίλε μου. Είμαι σίγουρος πως ό,τι λες και κάνεις, έχεις κάποιο λόγο για αυτόν. Ίσως, όταν ήσουν παιδί, κάποιος σου έκλεψε την αθωότητά σου λίγο νωρίτερα από όσο έπρεπε, ίσως το να μεγαλώσεις δεν ήταν επιλογή σου τελικά.» Σταμάτησε για μία στιγμή, οσμίστηκε τον αέρα, όσο πιο καθαρό μπορούσε να του προσφέρει ένα ποτείο κι ένας οίκος ανοχής από πάνω. «Έχω περάσει στη ζωή μου πολλά περισσότερα από όσα μπορείς να φανταστείς ή να καταλάβεις. Έχω δει τον κόσμο μου να καταστρέφεται τόσο γρήγορα όσο ένας χτύπος μιας καρδιάς. Η ευτυχία είναι κάτι τόσο ασταθές και παροδικό, που αρκεί μία στιγμή για να τη χάσεις.» Ξαφνικά, ο γέρος του άστραψε ένα τέτοιο χαμόγελο, που ο Αχιλλέας σάστισε. «Μα κι η δυστυχία το ίδιο παροδική είναι!», φώναξε. «Κάθε συναίσθημα, κάθε σκέψη, κάθε κατάσταση της ψυχής επηρεάζεται από τις στιγμές μας, αυτές τις μικρές σταγόνες του ωκεανού της ζωής μας! Μπορούμε να είμαστε λυπημένοι για πολύ καιρό, να ξεφυσάμε, να δακρύζουμε και να ξεσπάμε, ή μπορούμε να σηκωθούμε από το φορτίο των βασάνων μας, να τα πολεμήσουμε και να ονειρευτούμε τα πράγματα που μας κάνουν να χαμογελάμε! Μπορούμε να είμαστε κολλημένοι σε ένα θλιμμένο παρελθόν, από το οποίο θα απομυζήσουμε μόνο κακές θύμησες, ή να το προσπεράσουμε και να ατενίσουμε το αισιόδοξό μας παρόν! Και, πίστεψέ με, ζήσε για το παρόν, γιατί το παρελθόν έφυγε και το μέλλον ίσως να μην έλθει ποτέ.» Κι εκείνη τη στιγμή, το χαμόγελο μετατράπηκε σε παρανοϊκό γέλιο, που όμοιό του ο Αχιλλέας δεν είχε ξανακούσει: «Είναι τρελό, πράγματι. Μα τα πάντα είναι τρελά σε έναν λογικό κόσμο! Τα πάντα! Από το περπάτημα των στρατιωτών που πηγαίνουν να υψώσουν τη σημαία το χάραμα, έως τον πιο ψυχωτικό φόνο που διαπράχθηκε ποτέ, όλα είναι μία πλάκα! Η ζωή είναι μία πλάκα! Οτιδήποτε απέκτησε ποτέ αξία κι έγινε αντικείμενο πόθου, δεν είναι παρά μία πλάκα, για να δείξει πόσο μάταιη είναι η λογική επιδίωξη για ατομική χαρά! Γιατί δε βλέπεις την αστεία πλευρά; Γιατί--» Έκοψε το λόγο του, πάγωσε το γέλιο του. Σε ένα δευτερόλεπτο γεμάτο σιωπή κι ένταση, στο γεμάτο από μέθυσους και πόρνες μπαρ, ο τρελός γέρος άλλαξε το χαμόγελό του με ένα πρόσωπο γεμάτο ανείπωτο πόνο. Δάκρυα κατέκλυσαν τα μάτια του, το σαγόνι του έτρεμε από την ένταση. Το χαμόγελο, όμως, έμεινε εκεί, τοπίο ενός παράδοξου πίνακα… «--Γιατί δε γελάς;», ρώτησε.