Στα σκοτεινά σοκάκια που περπατάς
Ανάμεσα σ' αρχοντικά, σπίτια και παράγκες
Στα σπαρμένα όνειρα που στα χέρια σου κρατάς
Στα παλάτια που ορθώνονται μπροστά σου
Υπάρχει ένα πορνείο. Απλό, λιτό, βρώμικο
Η πελατεία του εκλεκτή. Μέθυσοι, αλήτες και παιδιά
Τα χέρια του μολύνουν το εμπόρευμα
Τις ιερές πουτάνες που περιφρονείς.
Όργια, ασφυξία και καπνός
Η ακολασία πλανάται στο νοτισμένο αέρα
Δύσκολο ν' αναπνεύσεις στο καταγώγι τούτο
Με την αριστοκρατία μέσα στο μαγαζί.
Πόσο εύκολο να κρίνεις
Πόσο ηδονικό να κάνεις και να καυχιέσαι
Και μετά, λίγο πριν κοιμηθείς, γεμάτος αυταρέσκεια
Να βρίσεις τις ανήθικες "πόρνες του ελέους".
Πόσο εύκολο, ειλικρινά, να έχεις κλειστό το μυαλό
Να αδιαφορείς για την "κατώτεή σου πλέμπα"
Τα ζώα χωρίς αξία, τις πόρνες να βιαστείς να κρίνεις
Στις ειδήσεις των οκτώ, στο λήθαργό σου σα βυθιστείς.
Αχ και να 'ξερες τι γίνεται στην καρδιά μιας πόρνης
Αχ και να νοιαζόσουν για τον άνθρωπο που διακορεύεις
Μα όχι, τι δουλειά έχεις εσύ με μία αμαρτωλή;
Είσαι άνθρωπος τρανός, σε μία σταθερή κοινωνία που ακμάζει.
Τρελέ άνθρωπε. Κακόμοιρε άνθρωπε. Στενόμυαλε άνθρωπε,
Που νοιάζεσαι για τον εαυτό σου μόνο
Που θυσιάζεις την ψυχή μιας γυναίκας
Που τεμαχίζεις την ίδια σου την ανθρωπιά.
Είναι τρελό μα δίκαιο, αυτό που λένε για τις πόρνες
Δίνουν το κορμί τους, μα έχουν την καρδιά τους.
Μέσα στον καπνό, τη μαστούρα και το μεθύσι
Τπ σώμα εξιλεώνεται, η γυναίκα γίνεται αγία.
Μα πού να το σκεφτείς εσύ αυτό
Βγες έξω από το ναό της ακολασίας
Μη σε νοιάζει ο θησαυρός της γυναίκας
Μπες στο σπίτι και κλείδωσε την πόρτα
Κι ήσυχος πια, αγνός αριστοκράτης,
Τρέχα, πέσε και κοιμήσου
Ξέρεις τώρα πια ποιος είναι
Η πουτάνα και ποιος
Ο αριστοκράτης.