They won't be taking us alive... Trust in me.
Ο Αχιλλέας έμεινε μετέωρος, με το ένα πόδι προς την πόρτα και το άλλο προς την έξοδο, ανήμπορος να δράσει. Σκεπτόμενος τι να κάνει, σύρθηκε μέχρι τις καρέκλες της αίθουσας αναμονής. Όλος ο διάδρομος ήταν άδειος, με εξαίρεση μία μεσήλικη γυναίκα, δύο καθίσματα δεξιά. Χαμένος στις σκέψεις του, ο νεαρός δεν παρατήρησε αμέσως ότι η γυναίκα τον κοίταζε. Όταν το αντιλήφθηκε, εκείνη μετατοπιζόταν καθίσματα προκειμένου να τον πλησιάσει.
Η άγνωστη κάθισε δίπλα του και του μίλησε με μαλακή, σιγανή φωνή: «Να φανταστώ ότι είσαι ο γιος του άνδρα στο 17;» Τα μάτια της έλεγχαν την κάθε του αντίδραση, κι ο νεαρός πίστευε ότι ούτε ένα βλεφάρισμά του, ούτε μια ανάσα που θα κρατούσε, θα πήγαιναν απαρατήρητα από τη ματιά της. Δίχως να την κοιτάξει, μουρμούρισε ένα άηχο «ναι». «Το ήξερα», είπε θριαμβευτικά. «Όλη νύχτα έκλαιγε και φώναζε για σένα. Ζητούσε συγγνώμη από τον γιο που παράτησε μωρό, που ποτέ του δεν ρώτησε τι έκανε και που ποτέ δε φέρθηκε σαν πατέρας.» Και, βλέποντας το ύφος του, πρόσθεσε: «Σ’ αγαπάει, το ξέρω. Μπορεί να μη μιλούσατε, μα σ’ αγαπούσε και τον έκαιγε αυτό. Σίγουρα τώρα αναρωτιέσαι αν πρέπει να πας εκεί μέσα ή όχι. Πήγαινε», πρόσθεσε μ’ ένα κλείσιμο του ματιού.
Ο Αχιλλέας δεν της έδωσε σημασία. Προσποιήθηκε ότι ήταν απορροφημένος με τα νύχια του δεξιού του χεριού. Προσπάθησε να δώσει την εικόνα ότι δεν σκεφτόταν αυτά που του είπε, το μυαλό του όμως έπαιρνε πυρετωδώς στροφές. Πώς τα ήξερε όλα αυτά; Ποια είναι; Και γιατί μου φάνηκε γνώριμη; Και, πριν προλάβει να ολοκληρώσει τις σκέψεις του, η γυναίκα ξαναμίλησε: «Ο γιος μου είναι στο διπλανό δωμάτιο. Όλο το βράδυ του κρατούσα το χέρι, τον έβλεπα να ψυχορραγεί, μέχρι που το πρωί ξεψύχησε. Τον έχουν στο νεκροτομείο, και περιμένω να τον παραλάβω.» Και, λέγοντάς τα αυτά, δάκρυα άρχισαν να ρέουν από τα μάτια της, τα οποία σχημάτισαν ένα ρυάκι στα μάγουλά της. Εκείνη τη στιγμή, ο Αχιλλέας μαλάκωσε το αδιάφορό του ύφος και την κοίταξε λυπημένος. Ήθελε να της συμπαρασταθεί, να της έπιανε το χέρι και να το έσφιγγε. Πριν προλάβει, όμως, να το κάνει αυτό, η γυναίκα συνέχισε: «Ώρες – ώρες, κλαίω ασταμάτητα για το τι δεν πρόλαβα να κάνω για αυτόν. Του φώναζα, και μερικές φορές άδικα. Όταν ήθελε να με ρωτήσει κάτι, δεν του απαντούσα. Εκεί που έπρεπε να του είχα σταθεί σαν μητέρα, του φερόμουν ψυχρά. Είχε κάθε λόγο να με μισεί--» διέκοψε τη φράση της, καθώς το σιγανό βούρκωμα εξελίχθηκε σε γοερό κλάμα. «Δεν έφταιγε αυτός σε κάτι. Εγώ ήμουν τόσο πιεσμένη. Με τη δουλειά, με τους γύρω μου, με οτιδήποτε. Κι έβγαζα την κούρασή μου στο μόνο άτομο που έπρεπε να κοιτάζω πέραν της.»
Ο Αχιλλέας την αγκάλιασε από τους ώμους, χωρίς να ξέρει τι να πει για να την καθησυχάσει. Στο τέλος, το μόνο που κατόρθωσε να πει ήταν: «Σας αγαπούσε, το ξέρω.» Και τότε, η γυναίκα συνήλθε από τον πόνο στον οποίο εκτέθηκε και του ανταπέδωσε, με στεγνά και σκληρά μάτια και με ένα καλοσυνάτο χαμόγελο «Κι εσένα σ’ αγαπά ο πατέρας σου. Απ’ όσο έχω καταλάβει, δεν είναι σε καλή κατάσταση. Θέλεις πραγματικά να μη σε δει αν συμβεί κάτι μοιραίο; Ξέρω ότι κι εσύ τον αγαπάς. Πήγαινε.», του είπε στο τέλος με ένα βλέμμα που τον διαπέρασε στα εσώψυχά του.
Ο Αχιλλέας κοίταξε την πόρτα μπροστά του. 10 μέτρα χώριζαν τον ίδιο από τον πατέρα του, και πιθανότατα ήταν η τελευταία φορά που τον έβλεπε. Είχε κάνει, επιτέλους, την απόφασή του. Και, μόλις γύρισε το κεφάλι του, η γυναίκα είχε εξαφανιστεί. Πού πήγε; Έφυγε; Ή, μήπως, δεν ήταν ποτέ εδώ, μήπως ήταν απλά μία εικόνα απ’ τα παλιά, την οποία ανάδεψε από το βαθύ πηγάδι της μνήμης του; Ο νεαρός δεν είχε πια εφιάλτες να αποφύγει, όνειρα να προστατέψει. Σηκώθηκε από την καρέκλα προβληματισμένος, μα με μία σκέψη να τριβελίζει το μυαλό του: Θα έμπαινε στο δωμάτιο. Θα έβλεπε τον πατέρα που τον είχε εγκαταλείψει. Θα του μιλούσε μια τελευταία φορά. Κι ύστερα θα ελευθέρωνε τα δάκρυα που κρατούσε 18 χρόνια.
Έξω από το
δωμάτιο, ο Αχιλλέας δεν ήταν σίγουρος
για το αν θα ήθελε να μπει. Ο πατέρας του κειτόταν αιμόφυρτος 5 μέτρα μακριά,
κι ο γιος, τον οποίο παράτησε ενόσω ήταν ακόμη μωρό, έτρεμε στην ιδέα ότι θα
τον ξανάβλεπε 18 χρόνια μετά. Μέσα του πάλευαν 2 δυνάμεις, η μία του ούρλιαζε
στο αυτί «Άφησέ τον! Τι έκανε για σένα τόσο καιρό; Πού ήταν όταν τον
χρειαζόσουν; Πού βρισκόταν όταν είχες ανάγκη μια συμβουλή, μιαν αγκαλιά; Μη
μπεις! Δίκαιο είναι, δε νομίζεις;». Κι ήταν έτοιμος να γυρίσει την πλάτη του στο
δωμάτιο και να φύγει, όταν μία άλλη φωνούλα, σιγανή, εύθραυστη, μα καθάρια, του
ψιθύρισε: «Δεν έχεις άδικο να είσαι έξω φρενών μαζί του. Πράγματι, δεν ήταν
εκεί όταν έπρεπε. Μην κάνεις όμως το ίδιο λάθος. Ξέρεις ότι σ’ αγαπάει, και σε
χρειάζεται τώρα όσο ποτέ. Και πιστεύω ότι, κάπου μέσα σου, τον αγαπάς κι εσύ.
Γνωρίζεις, καλύτερα από τον καθένα, το αίσθημα της εγκατάλειψης. Μην κάνεις το
ίδιο.»
Ο Αχιλλέας έμεινε μετέωρος, με το ένα πόδι προς την πόρτα και το άλλο προς την έξοδο, ανήμπορος να δράσει. Σκεπτόμενος τι να κάνει, σύρθηκε μέχρι τις καρέκλες της αίθουσας αναμονής. Όλος ο διάδρομος ήταν άδειος, με εξαίρεση μία μεσήλικη γυναίκα, δύο καθίσματα δεξιά. Χαμένος στις σκέψεις του, ο νεαρός δεν παρατήρησε αμέσως ότι η γυναίκα τον κοίταζε. Όταν το αντιλήφθηκε, εκείνη μετατοπιζόταν καθίσματα προκειμένου να τον πλησιάσει.
Η άγνωστη κάθισε δίπλα του και του μίλησε με μαλακή, σιγανή φωνή: «Να φανταστώ ότι είσαι ο γιος του άνδρα στο 17;» Τα μάτια της έλεγχαν την κάθε του αντίδραση, κι ο νεαρός πίστευε ότι ούτε ένα βλεφάρισμά του, ούτε μια ανάσα που θα κρατούσε, θα πήγαιναν απαρατήρητα από τη ματιά της. Δίχως να την κοιτάξει, μουρμούρισε ένα άηχο «ναι». «Το ήξερα», είπε θριαμβευτικά. «Όλη νύχτα έκλαιγε και φώναζε για σένα. Ζητούσε συγγνώμη από τον γιο που παράτησε μωρό, που ποτέ του δεν ρώτησε τι έκανε και που ποτέ δε φέρθηκε σαν πατέρας.» Και, βλέποντας το ύφος του, πρόσθεσε: «Σ’ αγαπάει, το ξέρω. Μπορεί να μη μιλούσατε, μα σ’ αγαπούσε και τον έκαιγε αυτό. Σίγουρα τώρα αναρωτιέσαι αν πρέπει να πας εκεί μέσα ή όχι. Πήγαινε», πρόσθεσε μ’ ένα κλείσιμο του ματιού.
Ο Αχιλλέας δεν της έδωσε σημασία. Προσποιήθηκε ότι ήταν απορροφημένος με τα νύχια του δεξιού του χεριού. Προσπάθησε να δώσει την εικόνα ότι δεν σκεφτόταν αυτά που του είπε, το μυαλό του όμως έπαιρνε πυρετωδώς στροφές. Πώς τα ήξερε όλα αυτά; Ποια είναι; Και γιατί μου φάνηκε γνώριμη; Και, πριν προλάβει να ολοκληρώσει τις σκέψεις του, η γυναίκα ξαναμίλησε: «Ο γιος μου είναι στο διπλανό δωμάτιο. Όλο το βράδυ του κρατούσα το χέρι, τον έβλεπα να ψυχορραγεί, μέχρι που το πρωί ξεψύχησε. Τον έχουν στο νεκροτομείο, και περιμένω να τον παραλάβω.» Και, λέγοντάς τα αυτά, δάκρυα άρχισαν να ρέουν από τα μάτια της, τα οποία σχημάτισαν ένα ρυάκι στα μάγουλά της. Εκείνη τη στιγμή, ο Αχιλλέας μαλάκωσε το αδιάφορό του ύφος και την κοίταξε λυπημένος. Ήθελε να της συμπαρασταθεί, να της έπιανε το χέρι και να το έσφιγγε. Πριν προλάβει, όμως, να το κάνει αυτό, η γυναίκα συνέχισε: «Ώρες – ώρες, κλαίω ασταμάτητα για το τι δεν πρόλαβα να κάνω για αυτόν. Του φώναζα, και μερικές φορές άδικα. Όταν ήθελε να με ρωτήσει κάτι, δεν του απαντούσα. Εκεί που έπρεπε να του είχα σταθεί σαν μητέρα, του φερόμουν ψυχρά. Είχε κάθε λόγο να με μισεί--» διέκοψε τη φράση της, καθώς το σιγανό βούρκωμα εξελίχθηκε σε γοερό κλάμα. «Δεν έφταιγε αυτός σε κάτι. Εγώ ήμουν τόσο πιεσμένη. Με τη δουλειά, με τους γύρω μου, με οτιδήποτε. Κι έβγαζα την κούρασή μου στο μόνο άτομο που έπρεπε να κοιτάζω πέραν της.»
Ο Αχιλλέας την αγκάλιασε από τους ώμους, χωρίς να ξέρει τι να πει για να την καθησυχάσει. Στο τέλος, το μόνο που κατόρθωσε να πει ήταν: «Σας αγαπούσε, το ξέρω.» Και τότε, η γυναίκα συνήλθε από τον πόνο στον οποίο εκτέθηκε και του ανταπέδωσε, με στεγνά και σκληρά μάτια και με ένα καλοσυνάτο χαμόγελο «Κι εσένα σ’ αγαπά ο πατέρας σου. Απ’ όσο έχω καταλάβει, δεν είναι σε καλή κατάσταση. Θέλεις πραγματικά να μη σε δει αν συμβεί κάτι μοιραίο; Ξέρω ότι κι εσύ τον αγαπάς. Πήγαινε.», του είπε στο τέλος με ένα βλέμμα που τον διαπέρασε στα εσώψυχά του.
Ο Αχιλλέας κοίταξε την πόρτα μπροστά του. 10 μέτρα χώριζαν τον ίδιο από τον πατέρα του, και πιθανότατα ήταν η τελευταία φορά που τον έβλεπε. Είχε κάνει, επιτέλους, την απόφασή του. Και, μόλις γύρισε το κεφάλι του, η γυναίκα είχε εξαφανιστεί. Πού πήγε; Έφυγε; Ή, μήπως, δεν ήταν ποτέ εδώ, μήπως ήταν απλά μία εικόνα απ’ τα παλιά, την οποία ανάδεψε από το βαθύ πηγάδι της μνήμης του; Ο νεαρός δεν είχε πια εφιάλτες να αποφύγει, όνειρα να προστατέψει. Σηκώθηκε από την καρέκλα προβληματισμένος, μα με μία σκέψη να τριβελίζει το μυαλό του: Θα έμπαινε στο δωμάτιο. Θα έβλεπε τον πατέρα που τον είχε εγκαταλείψει. Θα του μιλούσε μια τελευταία φορά. Κι ύστερα θα ελευθέρωνε τα δάκρυα που κρατούσε 18 χρόνια.
Θέτεις πολύ ωραία το ζήτημα ανάμεσα στην εκδικητικότητα και τη συγχώρεση μέσα από ένα πρόσωπο που αισθάνεται προδωμένο από τον πατέρα του. Επίσης είναι άκρως επιτυχημένη η παρουσία της ηλικιωμένης γυναίκας ως η συνείδηση του ήρωα. Γενικώς καταφέρνεις να διεγείρεις την αγωνία για την έκβαση του "πολέμου" που έχει μέσα του ο πρωταγωνιστής.
ΑπάντησηΔιαγραφή