Καθιστός στο
σαλόνι του, ο Αχιλλέας ανάδευε αναμνήσεις, φαντάσματα του παρελθόντος, τα οποία
τον στοίχειωναν και τώρα. Ξάπλωσε στον ξεφτισμένο καναπέ, έβγαλε τις μπότες του
και, με το τσιγάρο στο στόμα, χάθηκε μέσα στον καπνό και τις θύμισες.
«Μαργαρίτα, πού πας;», ρώτησε γελώντας ο 16χρονος Κώστας. Βραδάκι Χριστουγέννων, κι όλοι είχαν αράξει στο μπαράκι, γελώντας, πίνοντας και τραγουδώντας. «Βγαίνω να πάρω ένα τηλέφωνο, ξανάρχομαι», απάντησε κι εκείνη εύθυμα. Έξω στο δρόμο, με την πάχνη να σχηματίζει λοφίσκους στο πεζοδρόμιο, η κοπέλα έβγαλε το τηλέφωνο και σχημάτισε τον αριθμό του ατόμου που έλειπε. Ξάφνου, μέσα στο άδειο δρόμο, ακούστηκε μια γνώριμη μελωδία. Και πριν καταλάβει η Μαργαρίτα ότι ήταν ο ήχος κλήσης του Αχιλλέα, δύο χέρια την αγκάλιασαν από πίσω και δυο χείλη άπλωσαν το ζεστό φιλί του στο μάγουλό της.
Το τσιγάρο τέλειωσε, κι οι στάχτες έπεσαν στη μπλούζα του. Ο Αχιλλέας σηκώθηκε να τις τινάξει και να στρίψει ένα καινούριο, με ένα χαμόγελο να σκίζει το κατά τ’ άλλα θλιμμένο πρόσωπό του.
Γυρνώντας να τον αντικρύσει, τα χείλη τους ενώθηκαν, όπως είχαν κάνει και το προηγούμενο βράδυ. Όταν χωρίστηκαν, ο Αχιλλέας την κοίταξε με ένα βλέμμα σα να ήθελε να τη χόρταινε. Μα αυτό ήταν αδύνατο, μία αιωνιότητα απλά δεν ήταν αρκετή. Η κοπέλα τον κοίταζε κι αυτή, με μία καλοσυνάτη ματιά, σα να κρατούσε τη δύναμη να κάνει τη ζωή του να αξίζει. «Πώς είσαι;», με ένα κλείσιμο του ματιού της. «Μπορούσα και καλύτερα, αλλά είμαι και πάλι καλά», της είπε με ένα κουρασμένο χαμόγελο. «Όλη μέρα έτρεχα για τους δικούς μου, να τους κάνω χάρες και να πεταχτώ όπου ήθελαν, και πάλι δεν ικανοποιήθηκαν…» Με το που τέλειωσε την πρόταση, το πρόσωπό του είχε γεμίσει το συναίσθημα της ανεκπλήρωτης επιθυμίας για αναγνώριση. Η κοπέλα το εντόπισε αυτό, και του σήκωσε το πηγούνι, λέγοντας: «Έι! Μην ανησυχείς, το έχουν αναγνωρίσει, είμαι σίγουρη.» Και, βλέποντάς τον έτοιμο να μιλήσει, συνέχισε βιαστικά: «Δεν είναι η πρώτη φορά, το ξέρω. Αλλά μην ανησυχείς. Πάντα το καταλαβαίνουν.» Τον κοίταξε κατάματα. «Δε σε θέλω λυπημένο, σε παρακαλώ… Η αγάπη θέλει γέλιο! Πάμε μέσα να περάσουμε καλά και θα δεις, όταν χαίρεσαι, το μυαλό σου αγγίζει λίγη απ’ την ουσία του Θεού».
Λίγη απ’ την ουσία του Θεού. Αυτή η φράση, η οποία τον έκανε να αγαπήσει τη Μαργαρίτα όσο τίποτα εκείνη τη στιγμή, τον έκανε να βουρκώσει. Ο Αχιλλέας έκλαιγε και γελούσε ταυτόχρονα, ανήμπορος να σταματήσει το ένα από τα δύο, αδυνατώντας να ελέγξει τα συναισθήματά του. Ψέλλισε Μαργαρίτα με τον κόμπο στο λαιμό να ανεβαίνει επικίνδυνα στο σημείο του ξεσπάσματος. Μου λείπεις, η σκέψη του. Πήγε κι έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό του. Πήρε τηλέφωνο τους φίλους του. Χρειαζόταν να βγει, να ξεσκάσει και να γελάσει με αυτούς που θα έπαιρναν τη λύπη και θα τη μετέτρεπαν σε χαρά.
Η αγάπη θέλει γέλιο. Σ' αγαπάω τόσο πολύ, όμορφή μου Μαργαρίτα. Θα σε δω το βράδυ, θα σε πάρω αγκαλιά, θα ενώσουμε χείλη και θα σου φωνάξω ότι σ' αγαπάω
Παρουσιάζεις πολύ ωραία το θέμα της αγάπης, που αντιπαλεύει τις σφοδρότητες της καθημερινότητας.Μιας αγάπης ανάμεσα σε δύο νεαρά παιδιά που παρουσιάζονται πολύ ώριμα ως προς το θέμα αυτό,παρά το νεαρό της ηλικίας τους.Έτσι θα πρέπει να είναι η αγάπη,και όχι παροχυμένη και επιπόλαιη,όπως δυστυχώς συμβαίνει πολλές φορές σήμερα.Συγχαρητήρια!
ΑπάντησηΔιαγραφή