Ο Αχιλλέας
δεν είπε τίποτα – μπορούσε, άλλωστε; Σηκώθηκε κι έφυγε από το μπαρ. Με δάκρυα
στα μάτια, έτρεξε σπίτι του. Ήθελε απεγνωσμένα μία στιγμή μόνος του.
Αναλογίστηκε τι άκουσε από το γέρο, σκέφτηκε την ορθότητά του. Το μυαλό του
δούλευε με απίστευτους ρυθμούς. Του έκανε εντύπωση το πόσο βαθιά έμπηξε τα
δόντια του ο λόγος του σοφού υπερήλικα… και ξανά για την ορθότητά του.
Ξαφνικά, του ήλθε η ιδέα στο μυαλό
πως, σε ένα αέναο κι αεικίνητο σύμπαν, το οποίο δεν υποκύπτει στους νόμους της
λογικής, η παραλογία είχε το πάνω χέρι. Σκέφτηκε πως η τεχνοκρατία κι η απουσία
τρέλας τον ανάγκασαν να είναι στενοχωρημένος 22 χρόνια, να μην τολμά να πάρει
τα ηνία για τίποτα στη ζωή του. Σκέφτηκε τη Μαργαρίτα, τα γέλια της, το άγγιγμά
της, τα χείλια της… Ξαφνικά χαμογέλασε, με τα δάκρυα να ρέουν ασταμάτητα. Το να σκέφτεσαι υπερβολικά είναι για τους
ανασφαλείς, αναλογίστηκε στρίβοντας ένα ακόμη τσιγάρο. Οι πραγματικά ευφυείς δεν χρειάζονται διεξοδικές σκέψεις. Πάλι η
Μαργαρίτα στο μυαλό του. Χρειάζονται
έμπνευση.
Την επόμενη μέρα, πήγε ξανά στο
μπαρ για να βρει τον γέρο να καθίσουν να μιλήσουν για ό,τι προέκυπτε στην
πορεία. Διαβαίνοντας διαβάσεις και φανάρια, η Μαργαρίτα είχε εδραιωθεί στο
μυαλό του ως μόνιμη σκέψη. Μόνο που αυτή τη φορά ήταν χαρούμενος. Καθ’ οδόν
προς την ταβέρνα, έστριψε στο στενό για να κόψει δρόμο. Τότε φάνηκε μπροστά
του: ο γέρος φιλόσοφος , ο οποίος είχε αιχμαλωτίσει τη σκέψη του και μεταβάλει
τα πιστεύω του, ο ίδιος ο τρελός που είχε δώσει στο αγόρι εκείνο το δακρύβρεχτο
χαμόγελο που τον συγκλόνισε, κειτόταν νεκρός στη γωνία. Κάτω από τα στρωσίδια
του, στο χαρτόκουτο, ο Αχιλλέας έβλεπε σύριγγες χρησιμοποιημένες. Σύριγγες.
Πολλές για μία χρήση.
Το αγόρι τα έχασε. Το μυαλό του, το
οποίο μέχρι εκείνη τη στιγμή δούλευε με πυρετώδεις ρυθμούς, πάγωσε ξαφνικά. Η
γη χανόταν κάτω από τα πόδια του Αχιλλέα, τη στιγμή που ο ίδιος κοιτούσε το
πτώμα ενός από τα σοφότερα άτομα που είχε συναντήσει στη ζωή του. Αίφνης, έκανε
το φυσικότερο πράγμα που του ήρθε στο μυαλό: έτρεξε στο καρτοτηλέφωνο και
κάλεσε ασθενοφόρο. Μετά περίμενε με τεράστια αγωνία το όχημα, το οποίο έφθασε
δέκα λεπτά αργότερα. Δέκα λεπτά. Δέκα
γεμάτα λεπτά αγωνίας. Παραπάνω από αρκετά για να αλλάξει ριζικά μία ζωή, να
γεννηθεί ή να χαθεί. Στο νοσοκομείο απλά διαπιστώθηκε ο θάνατός του. Τον
χαρακτήρισαν ως «Κλασική περίπτωση ενός πρεζάκια». Πού να ήξεραν πόσο πολύ
αυτός ο πρεζάκιας είχε διαμορφώσει μια ζωή: του αγοριού που προσπάθησε να τον
σώσει…