We have now found that there are no thrones up there in the sky..
Είναι μέρες που αγαπάς όλη την πλάση γύρω σου. Είσαι ένα με τα στοιχεία της φύσης, ένα με ό,τι υπάρχει γύρω σου. Ο άνεμος σου χαϊδεύει τα μαλλιά. Το νερό σου χτυπάει το πρόσωπο. Το έδαφος υποδέχεται τα στέρεά σου βήματα προς το μέλλον που φαντάζει ευοίωνο. Κι η φωτιά έχει ανάψει ως σπίθα ελπίδας μέσα σου καθώς ατενίζεις μπροστά με αισιοδοξία.
Είναι μέρες, όμως, που ξέρεις ότι η πλάση σε μισεί. Είσαι ένα με τα στοιχεία της φύσης και πάλι, ένα με ό,τι υπάρχει γύρω σου. Ο κρύος, λυσσασμένος αγέρας χαράζει τη σκυμμένη φιγούρα σου. Το νερό της καταιγίδας ταιριάζει απίστευτα πολύ με τα ρυάκια δακρύων που αυλακώνουν τα μάγουλά σου, εκείνα τα γκρι και χλωμά από την έλλειψη αίματος κι ευτυχίας μάγουλα. Το έδαφος, μια σκακιέρα λάσπης και απελπισία σε ρουφά απότομα καθώς κουρνιάζεις τρομοκρατημένος στη γωνία του δρόμου, σκεπτόμενος πώς να μην ξαναβουλιάξεις. Η φωτιά έχει μετατραπεί σε πυρκαγιά και πυρπολεί όλο σου το είναι, απανθρακώνει ό,τι είχες να δώσεις και δεν έδωσες, ό,τι είχες να σώσεις και δεν έσωσες, ό,τι ένιωσες και δεν άφησες ποτέ να φανεί, ό,τι απέμεινε από ένα παιδάκι πέντε χρονών που άνοιξε την πόρτα κι έτρεχε στο δρόμο, κλαίγοντας, προσπαθώντας να φύγει μακρυά από το σπίτι του, μακρυά από την Κόλασή του.
Το παιδάκι μεγάλωσε. Έγινε έφηβος, ενήλικος. Γέρασε απότομα από τη στενοχώρια που γευόταν μια ζωή. Πέθανε μόνο. Μα η Κόλαση παρέμεινε εκεί και τον υποδέχτηκε με ανοιχτές αγκάλες.
Καθώς έπεφτε, ένιωσε από τα βάθη της Γης, σα ψίθυρος ξεχασμένος από το χρόνο, "Καλωσόρισες πίσω".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου