Αποκαμωμένος ο Αχιλλέας, μπαίνοντας στο σπίτι άφησε τα κλειδιά του στο γραφείο. Το κράνος τοποθετήθηκε με δέουσα προσοχή στο τραπέζι. Κρατά ασφαλές το κεφάλι και τις μνήμες. Λογικό.
Ξαπλώνοντας, το αγόρι σκέφτηκε για λίγο τα άτομα που του άλλαξαν τη ζωή, τόσο λίγα αλλά τόσο σημαντικά. Σκεφτόταν, κι όσο σκεφτόταν τόσο βάραιναν οι σκέψεις. Τότε, ως από μηχανής θεός, έπεσε από το ράφι της βιβλιοθήκης ένα βιβλίο που χρησιμοποιούσε στα φοιτητικά του χρόνια. Σηκώθηκε να το μαζέψει κι έπεσαν από μέσα δυο χαρτάκια. Σελιδοδείκτες ίσως.
Τα μάζεψε, τα διάβασε κι ένα κύμα συναισθημάτων κατέκλυσε το ταλαιπωρημένο του σώμα. Ήταν δυο γράμματα, το ένα από τον πατέρα του και το άλλο υποψιαζόταν από ποια.
Το πρώτο ήταν πριν από 4 χρόνια, λίγο πριν τον χάσει. Έγραφε:
«Γιε μου, οι γιατροί ενημερώνουν ότι δε μπορώ να αναστρέψω την κατάσταση. Μάλλον είναι η τελευταία φορά που μιλάμε, και θα ήθελα να σου έλεγα από κοντά ό,τι δε σου είχα πεί ποτέ. Αλλά το καταλαβαίνω. Θέλω να σου πω ότι σ' αγαπάω. Ποτέ δε στο είπα και νομίζω δε στο έδειξα. Αλλά έζησα μια ζωή με δυσκολίες κι έτσι έγινα σκληρός. Όταν γεννήθηκες ήταν η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής μου. Όταν η μαμά σου μας άφησε, προσπάθησα να σε μεγαλώσω όσο πιο ωραία μπορούσα. Και τώρα που δε μιλάμε, έχασα τη ζωή από την καρδιά μου. Σε δικαιολογώ. Απλά ίσως είναι η τελευταία μέρα μου και θέλω να διαβάσεις αυτό το γράμμα. Να είσαι καλά.
Ο πατέρας σου»
Το γράμμα δακρύβρεχτο σκίστηκε από τη βαρύτητα των σταγόνων. Διάβασε το άλλο. Ο γραφικός χαρακτήρας της Μαργαρίτας ήταν ευδιάκριτος.
«Αγαπούλα μου καλημέρα και καλό ξύπνημα. Πώς περνάς; Έχουμε να μιλήσουμε αρκετό καιρό και στενοχωριέμαι. Νιώθω πως σε χάνω κι αναρωτιέμαι γιατί. Μου είπες ότι κάτι σε βασανίζει, ότι αισθάνεσαι βαρύς. Θα ήθελα πολύ να μάθω τι έχεις. Μίλα μου, σε παρακαλώ.
Εγώ είμαι καλά. Μου λείπεις πολύ, αλλά η σχολή πάει καλά. Αφιερώνω εκεί πολύ χρόνο, και ένα καφέ με παιδιά που γνώρισα εδώ. Κάνει κρύο. Και για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, δεν ξέρω τι θα κάνω. Δεν είμαι τόσο καλά όπως στο τηλέφωνο. Θέλω να σου μιλήσω για διάφορους φόβους. Εσύ και μόνο εσύ μπορείς να με βοηθήσεις.
Αλλά μην ανησυχείς. Ελπίζω να είσαι καλά, και περιμένω γράμμα ή τηλεφώνημα. Μου λείπεις και σ' αγαπάω, σ' αγαπάω τόσο πολύ.
Μαργαρίτα
ΥΓ I wish I had a parachute 'cause I'm falling bad for you...»
Άφησε το βιβλίο, έκατσε στο κρεβάτι και ξαναδιάβασε τα γράμματα. Κάτι μέσα του τον έκαψε. Βρήκε ξανά τις αξίες στη ζωή του. Σκέφτηκε τη Μαργαρίτα και την αγάπη του για εκείνη.. Θυμήθηκε τον πατέρα του, που έτρεξε να τον δει και να του μιλήσει πριν πεθάνει. Θυμήθηκε ό,τι τον παρακινεί να ζει, τώρα που τα είχε ξεχάσει κάτω από το μανδύα της στενοχώριας. Κι ένα χαμόγελο άνθισε στο πρόσωπό του.
Τα έβαλε κάτω από το μαξιλάρι του, σα δυο μικρές χούφτες ονείρου, και κοιμήθηκε ευτυχισμένος
Ξαπλώνοντας, το αγόρι σκέφτηκε για λίγο τα άτομα που του άλλαξαν τη ζωή, τόσο λίγα αλλά τόσο σημαντικά. Σκεφτόταν, κι όσο σκεφτόταν τόσο βάραιναν οι σκέψεις. Τότε, ως από μηχανής θεός, έπεσε από το ράφι της βιβλιοθήκης ένα βιβλίο που χρησιμοποιούσε στα φοιτητικά του χρόνια. Σηκώθηκε να το μαζέψει κι έπεσαν από μέσα δυο χαρτάκια. Σελιδοδείκτες ίσως.
Τα μάζεψε, τα διάβασε κι ένα κύμα συναισθημάτων κατέκλυσε το ταλαιπωρημένο του σώμα. Ήταν δυο γράμματα, το ένα από τον πατέρα του και το άλλο υποψιαζόταν από ποια.
Το πρώτο ήταν πριν από 4 χρόνια, λίγο πριν τον χάσει. Έγραφε:
«Γιε μου, οι γιατροί ενημερώνουν ότι δε μπορώ να αναστρέψω την κατάσταση. Μάλλον είναι η τελευταία φορά που μιλάμε, και θα ήθελα να σου έλεγα από κοντά ό,τι δε σου είχα πεί ποτέ. Αλλά το καταλαβαίνω. Θέλω να σου πω ότι σ' αγαπάω. Ποτέ δε στο είπα και νομίζω δε στο έδειξα. Αλλά έζησα μια ζωή με δυσκολίες κι έτσι έγινα σκληρός. Όταν γεννήθηκες ήταν η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής μου. Όταν η μαμά σου μας άφησε, προσπάθησα να σε μεγαλώσω όσο πιο ωραία μπορούσα. Και τώρα που δε μιλάμε, έχασα τη ζωή από την καρδιά μου. Σε δικαιολογώ. Απλά ίσως είναι η τελευταία μέρα μου και θέλω να διαβάσεις αυτό το γράμμα. Να είσαι καλά.
Ο πατέρας σου»
Το γράμμα δακρύβρεχτο σκίστηκε από τη βαρύτητα των σταγόνων. Διάβασε το άλλο. Ο γραφικός χαρακτήρας της Μαργαρίτας ήταν ευδιάκριτος.
«Αγαπούλα μου καλημέρα και καλό ξύπνημα. Πώς περνάς; Έχουμε να μιλήσουμε αρκετό καιρό και στενοχωριέμαι. Νιώθω πως σε χάνω κι αναρωτιέμαι γιατί. Μου είπες ότι κάτι σε βασανίζει, ότι αισθάνεσαι βαρύς. Θα ήθελα πολύ να μάθω τι έχεις. Μίλα μου, σε παρακαλώ.
Εγώ είμαι καλά. Μου λείπεις πολύ, αλλά η σχολή πάει καλά. Αφιερώνω εκεί πολύ χρόνο, και ένα καφέ με παιδιά που γνώρισα εδώ. Κάνει κρύο. Και για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, δεν ξέρω τι θα κάνω. Δεν είμαι τόσο καλά όπως στο τηλέφωνο. Θέλω να σου μιλήσω για διάφορους φόβους. Εσύ και μόνο εσύ μπορείς να με βοηθήσεις.
Αλλά μην ανησυχείς. Ελπίζω να είσαι καλά, και περιμένω γράμμα ή τηλεφώνημα. Μου λείπεις και σ' αγαπάω, σ' αγαπάω τόσο πολύ.
Μαργαρίτα
ΥΓ I wish I had a parachute 'cause I'm falling bad for you...»
Άφησε το βιβλίο, έκατσε στο κρεβάτι και ξαναδιάβασε τα γράμματα. Κάτι μέσα του τον έκαψε. Βρήκε ξανά τις αξίες στη ζωή του. Σκέφτηκε τη Μαργαρίτα και την αγάπη του για εκείνη.. Θυμήθηκε τον πατέρα του, που έτρεξε να τον δει και να του μιλήσει πριν πεθάνει. Θυμήθηκε ό,τι τον παρακινεί να ζει, τώρα που τα είχε ξεχάσει κάτω από το μανδύα της στενοχώριας. Κι ένα χαμόγελο άνθισε στο πρόσωπό του.
Τα έβαλε κάτω από το μαξιλάρι του, σα δυο μικρές χούφτες ονείρου, και κοιμήθηκε ευτυχισμένος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου