Αποσπερίτης... κατά φαντασία

Αποσπερίτης... κατά φαντασία

Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2012

Turn Up The Night




 Καθιστός στο σαλόνι του, ο Αχιλλέας ανάδευε αναμνήσεις, φαντάσματα του παρελθόντος, τα οποία τον στοίχειωναν και τώρα. Ξάπλωσε στον ξεφτισμένο καναπέ, έβγαλε τις μπότες του και, με το τσιγάρο στο στόμα, χάθηκε μέσα στον καπνό και τις θύμισες.

   «Μαργαρίτα, πού πας;», ρώτησε γελώντας ο 16χρονος Κώστας. Βραδάκι Χριστουγέννων, κι όλοι είχαν αράξει στο μπαράκι, γελώντας, πίνοντας και τραγουδώντας. «Βγαίνω να πάρω ένα τηλέφωνο, ξανάρχομαι», απάντησε κι εκείνη εύθυμα. Έξω στο δρόμο, με την πάχνη να σχηματίζει λοφίσκους στο πεζοδρόμιο, η κοπέλα έβγαλε το τηλέφωνο και σχημάτισε τον αριθμό του ατόμου που έλειπε. Ξάφνου, μέσα στο άδειο δρόμο, ακούστηκε μια γνώριμη μελωδία. Και πριν καταλάβει η Μαργαρίτα ότι ήταν ο ήχος κλήσης του Αχιλλέα, δύο χέρια την αγκάλιασαν από πίσω και δυο χείλη άπλωσαν το ζεστό φιλί του στο μάγουλό της.

   Το τσιγάρο τέλειωσε, κι οι στάχτες έπεσαν στη μπλούζα του. Ο Αχιλλέας σηκώθηκε να τις τινάξει και να στρίψει ένα καινούριο, με ένα χαμόγελο να σκίζει το κατά τ’ άλλα θλιμμένο πρόσωπό του.

    Γυρνώντας να τον αντικρύσει, τα χείλη τους ενώθηκαν, όπως είχαν κάνει και το προηγούμενο βράδυ. Όταν χωρίστηκαν, ο Αχιλλέας την κοίταξε με ένα βλέμμα σα να ήθελε να τη χόρταινε. Μα αυτό ήταν αδύνατο, μία αιωνιότητα απλά δεν ήταν αρκετή. Η κοπέλα τον κοίταζε κι αυτή, με μία καλοσυνάτη ματιά, σα να κρατούσε τη δύναμη να κάνει τη ζωή του να αξίζει. «Πώς είσαι;», με ένα κλείσιμο του ματιού της. «Μπορούσα και καλύτερα, αλλά είμαι και πάλι καλά», της είπε με ένα κουρασμένο χαμόγελο. «Όλη μέρα έτρεχα για τους δικούς μου, να τους κάνω χάρες και να πεταχτώ όπου ήθελαν, και πάλι δεν ικανοποιήθηκαν…» Με το που τέλειωσε την πρόταση, το πρόσωπό του είχε γεμίσει το συναίσθημα της ανεκπλήρωτης επιθυμίας για αναγνώριση. Η κοπέλα το εντόπισε αυτό, και του σήκωσε το πηγούνι, λέγοντας: «Έι! Μην ανησυχείς, το έχουν αναγνωρίσει, είμαι σίγουρη.» Και, βλέποντάς τον έτοιμο να μιλήσει, συνέχισε βιαστικά: «Δεν είναι η πρώτη φορά, το ξέρω. Αλλά μην ανησυχείς. Πάντα το καταλαβαίνουν.» Τον κοίταξε κατάματα. «Δε σε θέλω λυπημένο, σε παρακαλώ… Η αγάπη θέλει γέλιο! Πάμε μέσα να περάσουμε καλά και θα δεις,
όταν χαίρεσαι, το μυαλό σου αγγίζει λίγη απ’ την ουσία του Θεού».

   Λίγη απ’ την ουσία του Θεού.
Αυτή η φράση, η οποία τον έκανε να αγαπήσει τη Μαργαρίτα όσο τίποτα εκείνη τη στιγμή, τον έκανε να βουρκώσει. Ο Αχιλλέας έκλαιγε και γελούσε ταυτόχρονα, ανήμπορος να σταματήσει το ένα από τα δύο, αδυνατώντας να ελέγξει τα συναισθήματά του. Ψέλλισε Μαργαρίτα με τον κόμπο στο λαιμό να ανεβαίνει επικίνδυνα στο σημείο του ξεσπάσματος. Μου λείπεις, η σκέψη του. Πήγε κι έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό του. Πήρε τηλέφωνο τους φίλους του. Χρειαζόταν να βγει, να ξεσκάσει και να γελάσει με αυτούς που θα έπαιρναν τη λύπη και θα τη μετέτρεπαν σε χαρά.  

  Η αγάπη θέλει γέλιο. Σ' αγαπάω τόσο πολύ, όμορφή μου Μαργαρίτα. Θα σε δω το βράδυ, θα σε πάρω αγκαλιά, θα ενώσουμε χείλη και θα σου φωνάξω ότι σ' αγαπάω

Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2012

Regret

They won't be taking us alive... Trust in me.



   Έξω από το δωμάτιο, ο Αχιλλέας  δεν ήταν σίγουρος για το αν θα ήθελε να μπει. Ο πατέρας του κειτόταν αιμόφυρτος 5 μέτρα μακριά, κι ο γιος, τον οποίο παράτησε ενόσω ήταν ακόμη μωρό, έτρεμε στην ιδέα ότι θα τον ξανάβλεπε 18 χρόνια μετά. Μέσα του πάλευαν 2 δυνάμεις, η μία του ούρλιαζε στο αυτί «Άφησέ τον! Τι έκανε για σένα τόσο καιρό; Πού ήταν όταν τον χρειαζόσουν; Πού βρισκόταν όταν είχες ανάγκη μια συμβουλή, μιαν αγκαλιά; Μη μπεις! Δίκαιο είναι, δε νομίζεις;». Κι ήταν έτοιμος να γυρίσει την πλάτη του στο δωμάτιο και να φύγει, όταν μία άλλη φωνούλα, σιγανή, εύθραυστη, μα καθάρια, του ψιθύρισε: «Δεν έχεις άδικο να είσαι έξω φρενών μαζί του. Πράγματι, δεν ήταν εκεί όταν έπρεπε. Μην κάνεις όμως το ίδιο λάθος. Ξέρεις ότι σ’ αγαπάει, και σε χρειάζεται τώρα όσο ποτέ. Και πιστεύω ότι, κάπου μέσα σου, τον αγαπάς κι εσύ. Γνωρίζεις, καλύτερα από τον καθένα, το αίσθημα της εγκατάλειψης. Μην κάνεις το ίδιο.»

   Ο Αχιλλέας έμεινε μετέωρος, με το ένα πόδι προς την πόρτα και το άλλο προς την έξοδο, ανήμπορος να δράσει. Σκεπτόμενος τι να κάνει, σύρθηκε μέχρι τις καρέκλες της αίθουσας αναμονής. Όλος ο διάδρομος ήταν άδειος, με εξαίρεση μία μεσήλικη γυναίκα, δύο καθίσματα δεξιά. Χαμένος στις σκέψεις του, ο νεαρός δεν παρατήρησε αμέσως ότι η γυναίκα τον κοίταζε. Όταν το αντιλήφθηκε, εκείνη μετατοπιζόταν καθίσματα προκειμένου να τον πλησιάσει.

   Η  άγνωστη κάθισε δίπλα του και του μίλησε με μαλακή, σιγανή φωνή: «Να φανταστώ ότι είσαι ο γιος του άνδρα στο 17;» Τα μάτια της έλεγχαν την κάθε του αντίδραση, κι ο νεαρός πίστευε ότι ούτε ένα βλεφάρισμά του, ούτε μια ανάσα που θα κρατούσε, θα πήγαιναν απαρατήρητα από τη ματιά της. Δίχως να την κοιτάξει, μουρμούρισε ένα άηχο «ναι». «Το ήξερα», είπε θριαμβευτικά. «Όλη νύχτα έκλαιγε και φώναζε για σένα. Ζητούσε συγγνώμη από τον γιο που παράτησε μωρό, που ποτέ του δεν ρώτησε τι έκανε και που ποτέ δε φέρθηκε σαν πατέρας.» Και, βλέποντας το ύφος του, πρόσθεσε: «Σ’ αγαπάει, το ξέρω. Μπορεί να μη μιλούσατε, μα σ’ αγαπούσε και τον έκαιγε αυτό. Σίγουρα τώρα αναρωτιέσαι αν πρέπει να πας εκεί μέσα ή όχι. Πήγαινε», πρόσθεσε μ’ ένα κλείσιμο του ματιού.

   Ο Αχιλλέας δεν της έδωσε σημασία. Προσποιήθηκε ότι ήταν απορροφημένος με τα νύχια του δεξιού του χεριού. Προσπάθησε να δώσει την εικόνα ότι δεν σκεφτόταν αυτά που του είπε, το μυαλό του όμως έπαιρνε πυρετωδώς στροφές. Πώς τα ήξερε όλα αυτά; Ποια είναι; Και γιατί μου φάνηκε γνώριμη; Και, πριν προλάβει να ολοκληρώσει τις σκέψεις του, η γυναίκα ξαναμίλησε: «Ο γιος μου είναι στο διπλανό δωμάτιο. Όλο το βράδυ του κρατούσα το χέρι, τον έβλεπα να ψυχορραγεί, μέχρι που το πρωί ξεψύχησε. Τον έχουν στο νεκροτομείο, και περιμένω να τον παραλάβω.» Και, λέγοντάς τα αυτά, δάκρυα άρχισαν να ρέουν από τα μάτια της, τα οποία σχημάτισαν ένα ρυάκι στα μάγουλά της. Εκείνη τη στιγμή, ο Αχιλλέας μαλάκωσε το αδιάφορό του ύφος και την κοίταξε λυπημένος. Ήθελε να της συμπαρασταθεί, να της έπιανε το χέρι και να το έσφιγγε. Πριν προλάβει, όμως, να το κάνει αυτό, η γυναίκα συνέχισε: «Ώρες – ώρες, κλαίω ασταμάτητα για το τι δεν πρόλαβα να κάνω για αυτόν. Του φώναζα, και μερικές φορές άδικα. Όταν ήθελε να με ρωτήσει κάτι, δεν του απαντούσα. Εκεί που έπρεπε να του είχα σταθεί σαν μητέρα, του φερόμουν ψυχρά. Είχε κάθε λόγο να με μισεί--» διέκοψε τη φράση της, καθώς το σιγανό βούρκωμα εξελίχθηκε σε γοερό κλάμα. «Δεν έφταιγε αυτός σε κάτι. Εγώ ήμουν τόσο πιεσμένη. Με τη δουλειά, με τους γύρω μου, με οτιδήποτε. Κι έβγαζα την κούρασή μου στο μόνο άτομο που έπρεπε να κοιτάζω πέραν της.»

   Ο Αχιλλέας την αγκάλιασε από τους ώμους, χωρίς να ξέρει τι να πει για να την καθησυχάσει. Στο τέλος, το μόνο που κατόρθωσε να πει ήταν: «Σας αγαπούσε, το ξέρω.» Και τότε, η γυναίκα συνήλθε από τον πόνο στον οποίο εκτέθηκε και του ανταπέδωσε, με στεγνά και σκληρά μάτια και με ένα καλοσυνάτο χαμόγελο «Κι εσένα σ’ αγαπά ο πατέρας σου. Απ’ όσο έχω καταλάβει, δεν είναι σε καλή κατάσταση. Θέλεις πραγματικά να μη σε δει αν συμβεί κάτι μοιραίο; Ξέρω ότι κι εσύ τον αγαπάς. Πήγαινε.», του είπε στο τέλος με ένα βλέμμα που τον διαπέρασε στα εσώψυχά του.

   Ο Αχιλλέας κοίταξε την πόρτα μπροστά του. 10 μέτρα χώριζαν τον ίδιο από τον πατέρα του, και πιθανότατα ήταν η τελευταία φορά που τον έβλεπε. Είχε κάνει, επιτέλους, την απόφασή του. Και, μόλις γύρισε το κεφάλι του, η γυναίκα είχε εξαφανιστεί. Πού πήγε; Έφυγε; Ή, μήπως, δεν ήταν ποτέ εδώ, μήπως ήταν απλά μία εικόνα απ’ τα παλιά, την οποία ανάδεψε από το βαθύ πηγάδι της μνήμης του; Ο νεαρός δεν είχε πια εφιάλτες να αποφύγει, όνειρα να προστατέψει. Σηκώθηκε από την καρέκλα προβληματισμένος, μα με μία σκέψη να τριβελίζει το μυαλό του: Θα έμπαινε στο δωμάτιο. Θα έβλεπε τον πατέρα που τον είχε εγκαταλείψει. Θα του μιλούσε μια τελευταία φορά. Κι ύστερα θα ελευθέρωνε τα δάκρυα που κρατούσε 18 χρόνια.

Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2012

Άιντε θύμα, άιντε ψώνιο...

  We are enslaved now

   Οι εξελίξεις στον πολιτικό χώρο της Ελλάδας, αλλά και της υπόλοιπης υφηλίου, έχουν σοβαρό αντίκτυπο σε όλους τους τομείς της ζωής μας. Θα ήταν μεγάλο λάθος να αγνοήσουμε ότι πολιτική και κοινωνία είναι στενά συνυφασμένες, θα ήταν όμως ακόμα μεγαλύτερη αμέλεια να πιστέψουμε ότι ο πολιτικός επενδύει το χρόνο και το μυαλό του για τις ανάγκες της κοινωνίας.

   Η άποψη ότι όλα γίνονται για το χρήμα αληθεύει σε αυτή την περίπτωση. Η πολιτική σε αυτό αποσκοπεί, ο κάθε βουλευτής στο έδρανό του είτε μηχανορραφεί τρόπους που θα πλουτίσουν πρώτα τον εαυτό του, κι ύστερα τους γνωστούς του, είτε θα ακολουθεί τον πρωτοπόρο. Διαφορετικό νόημα η χώρα, διαφορετικό νόημα οι πολίτες.

   Αυτό, φυσικά, φέρει επιπτώσεις. Από μία λανθασμένη πολιτική (είτε από απειρία είτε με σκιερούς σκοπούς να υποβόσκουν) θα επέλθουν καταστροφικά αποτελέσματα στη χώρα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι κυβερνήσεις 1974-201... . Η χώρα κατακρεουργήθηκε από λανθασμένες πολιτικές, από εγωιστές που αποσκοπούσαν στο ατομικό συμφέρον (βλέπε σκάνδαλα Κων/νου Καραμανλή, Α. Παπανδρέου, Κων/νου Μ.Τάκη, Κων/νου Σιμήτη, Siemens, Βατοπέδι, Goldman Sachs - Lehman Brothers, Μονή Τοπλού κ.ά), κι από "μαστρωπούς" (κι ελπίζω οι στενόμυαλοι να μου συγχωρέσουν τη λέξη), οι οποίοι εξέδιδαν επί συνεχεία την Ελλάδα, αποκομίζοντας το μερτικό. Θύτες και θύμα.

   Κι εδώ είναι που μπαίνει ένα τεράστιο, φωτιζόμενο "ΌΜΩΣ". Φυσικά, υπάρχουν αυτοί που ενήργησαν ως το δάχτυλο που τράβηξε τη σκανδάλη, και για αυτό θα τιμωρηθούν. Αν, όμως, αναζητούμε τους πραγματικούς υπαίτιους, καλύτερα να κοιταχτούμε στον καθρέπτη. Διότι εμείς ήμασταν αυτοί που επιτρέψαμε να συμβούν όλα αυτά. Διότι εμείς ψηφίσαμε τη φαρσοκωμωδία που μας κυβερνά 38 χρόνια τώρα. Διότι εμείς φέραμε πάνω μας αυτη την αιρετή δικτατορία.

   Καταλαβαίνω, φυσικά, το γιατί. Μόλις είχαμε ανακάμψει από μία δικτατορία. Το αίμα στις πύλες του Πολυτεχνίου, στην Κύπρο (και σε πολλά άλλα μέρη που χάθηκαν στα σκοτεινά καντούνια της ιστορίας) ήταν ακόμη ζεστό. Ο φόβος έδρευε στις καρδιές. Σε εποχές που θα έπρεπε όλοι να έχουμε αναπτύξει συνείδηση, φοβόμασταν το διπλανό μας. Πώς να ξέρεις σε ποιον να μιλήσεις, όταν ο ίδιος ο συγγενής σου μπορεί να σε προδώσει; Και, μέσα σε όλο αυτό το ψυχικό χάος, γυρίσαμε και προσκυνήσαμε τους κομματικούς αρχηγούς τους οποίους τώρα  βρίζουμε και καταριόμαστε. Μας υποσχέθηκαν παύση πυρός, μας υποσχέθηκαν ειρήνη με τις άλλες χώρες, αλλά και εντός της δικής μας. Και ζήτησαν την τυφλή υπακοή μας. Τους τη δώσαμε.

   Αξίζει να αναφερθώ στους στίχους ενός τραγουδιού, το οποίο συνοψίζει ό,τι συμβαίνει σήμερα. Ό,τι μας συμβαίνει  στη ζωή, καλό ή κακό, δεν προήλθε ex abrupto. Πάντα υπάρχει μία δράση, η οποία επιφέρει μία ίση αντίδραση. Εμείς φέραμε αυτό το μαύρο σύννεφο πάνω μας, κι εμείς θα το διώξουμε. Για αυτό, ας αφήσουμε τις μεμψιμοιρίες κι ας  σκεπτούμε για το καλό όλων.


1.000 Eyes

Crossing the line into the other side
Emerging as prisoners
To the emptiness of time

To the left and to the right
From behind - they're out of sight
Plunging into a new found
Age of advanced observeillance
A worldwide, foolproof cage

Privacy and intimacy as we know it
Will be a memory
Among many to be passed down
To those who never knew

Living in the pupil of 1,000 eyes

Was it overlooked in front of all our faces?
Now, all the mistakes and secrets
Cannot be erased

Viewing the blind complexity
By which laws were justified
To erase simplicity

We are enslaved now.

Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2012

Vagrant's story

Don't follow behind, Just leave me on the outside 

All fear the midnight hour,
Everyone's scared to be left to die.
Inside the mist, dwelling in darkness
The sincerest truth can become a lie.

Through the alleys, a lone soul  is strolling,
His thoughts, like feathers, ready to fly.
Knocking the door of arrogant residents of hell
Shouting, out of control and ready to cry.

Come on, open the door!
Please, let me in!
I thought you once opened the lock

To the man striken with sin!

Sitting on the edge of his rainbows
The drunken fool is ready to fall.
His position in Paradise, bed-ridden and paralysed,
Took him that much to reach his sole goal.

Trekking through dreams of glass and nightmares of might,
The poor man lost his own existance to the travels of night.
His eyes are red from alcohol and devilish sorrow,
His thoughts, leading to the end, seeking no tomorrow.

He gave up his today, immortality he gained,
His name in gold shows he's a saint.
People that give everything in the name of love
Gain passage to the temple above.

Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2012

Innuendo




Τρεις το πρωί. Ο Αχιλλέας ξύπνησε απότομα από το λιγοστό ύπνο που πρόλαβε να ξεκλέψει εδώ και δύο μέρες. Ιδρώτας κι υγρασία κατέκλυαν κάθε επιφάνεια του κορμιού του. Έτρεμε κι ένιωθε λες κι είχε πυρετό, αν και ήταν η μέση του καλοκαιριού. Γρίπη; Όχι. Έξαψη, σκέφτηκε.

   Του πήρε λίγη ώρα να αντιληφθεί την πηγή της έξαψης αυτής, που όμοιά της δεν είχε ξανανιώσει. Και ξαφνικά, σε ένα κλάσμα του δευτερολέπτου που του φάνηκε αιώνας, του ήρθε: Πρέπει να ζήσω μετά από τόσα χρόνια θανάτου!
 
   Η σκέψη αυτή τον έκανε να αισθανθεί ρίγη σε όλο του το κορμί. Πέρασε τόσο καιρό στην αφάνεια του κόσμου. Τα χρόνια τον βρήκαν απαθή και τον προσπέρασαν, όπως οι αγέρωχες  πινελιές ενός ζωγράφου στην άκρη του καμβά. Πάρα πολύ καιρό γυρνούσε στα σκοτεινότερα μέρη του μυαλού του, προξενώντας στον εαυτό του ένα αίσθημα μοναξιάς κι αποστασιοποίησης. Και το τραγικότερο είναι πως του άρεσε. Ένιωθε καλά με τον εαυτό του να είναι άσχημα. Ζούσε με την ιδέα πως το άξιζε.

   Και πώς να μην το αξίζει; Τόσα πολλά συνέβησαν σ’ αυτόν ή στα κοντινά του άτομα, πολλά προξένησε κι ο ίδιος. Ένιωθε μέσα του, τόσο καιρό, πως η άσχημη διάθεση, η μόνιμη κατάθλιψη κι η συνειδητή άρνησή του να ζήσει λίγες στιγμές, έστω, χαράς, ήταν το λιγότερο που θα μπορούσε να κάνει, ο ελάχιστος φόρος τιμής που θα μπορούσε να αποτίνει σε όλους αυτούς.

   Ο Αχιλλέας, όμως, το σκέφτηκε εκείνη τη βραδιά. Αναλογίστηκε όλα τα άτομα που πάντοτε ήταν κοντά του, εκείνα που έχασε κι εκείνα που έχει ακόμα. Θυμήθηκε αυτούς που τον βοήθησαν, κι εκείνους που, ασυνείδητα ή ηθελημένα, βοήθησε κι αυτός. Αποφάσισε μέσα του πως, τελικά, κανείς από αυτούς δε θα ήθελε να ήταν ο ίδιος λυπημένος, κανείς δεν θυσιάστηκε από το πλευρό του για να ζήσει ο ίδιος στη μιζέρια. Κι έτσι, κατέληξε πως, τελικά, αυτός που πραγματικά θα ικανοποιούταν με τη μελαγχολία του, ήταν ο ίδιος του ο εαυτός. Κι η αλήθεια τον χτύπησε κατακούτελα.  Άδικη η μαυρίλα, άδι- κα χαράμισε την ευτυχία του για χρόνια κατάθλιψης, για χρόνια κατα- χρήσεων και άσκοπου αγώνα για την εύρεση  μιας ρανίδας χαράς.  Έχασε τόσες ευκαιρίες κυνηγώντας την «κατάλληλη». Ανοησίες. Εμείς φτιάχνουμε τις στιγμές μας, σκέφτηκε.

   Σηκώθηκε από το κρεβάτι, έβαλε το στενό του τζιν, το μπλουζάκι, τις μπότες και το δερμάτινο τζάκετ. Πήρε από το κομοδίνο τα λιγοστά λεφτά που είχε. Έσυρε τον εαυτό του μέχρι το μπάνιο κι έριξε νερό στο πρόσωπό του. Τότε κοίταξε το πρόσωπό του στον καθρέφτη. Ο δεκαεννιάχρονος άνδρας που έβλεπε μπροστά του τού φαινόταν σαν μια φιγούρα το παρελθόντος, μία ανάμνηση από τα παλιά. Χαμογέλασε, το πρώτο του αληθινό χαμόγελο εδώ και καιρό. Ο κόσμος είναι ένα απαίσιο μέρος, γεμάτο υποκριτές με ψεύτικα χαμόγελα. Το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να δείξεις λίγη αλήθεια ανάμεσα στο σκοτάδι. Κι ένα αληθινό χαμόγελο, προερχόμενο από την καρδιά, είναι ο κεραυνός εν αιθρία ανάμεσα σε τόση υποκρισία.

   Εκείνη ακριβώς τη στιγμή – σαν αρμονικά δεμένο – ακούστηκε η φωνή του
Dio από το στερεοφωνικό να λέει Ο κόσμος είναι γεμάτος από βασιλιάδες και βασίλισσες, που τυφλώνουν τα μάτια σου και κλέβουν τα όνειρά σου. Με ένα χαμόγελο, θυμήθηκε σε μία στιγμή τόσο σύντομη όσο ένας χτύπος της καρδιάς, τους βασιλιάδες και τις βασίλισσες που γνώρισε στη ζωή του. Εκείνους που του απέκρυψαν την αλήθεια και γέμισαν το μυαλό του με πλάνη. Εκείνους που έκλεψαν τα όνειρα που είχε μικρός και τα αντικατέστησαν με μαύρες σκέψεις, με μαύρα συναισθήματα, με έναν μαύρο εφιάλτη που λίγο έμελλε να μαυρίσουν ό,τι αγνό απέμενε μέσα του. Με ένα χαμόγελο ονειρεύτηκε για λίγο τα πρόσωπα που τον έκαναν να χαμογελάει. Σκέφτηκε τη Ροδάνθη που του δίδαξε τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος. Σκέφτηκε τον Παναγιώτη, τον συλλέκτη του χρόνου, που επέμενε ότι ο κόσμος παγώνει, ο αέρας γίνεται χειροπιαστός και η αιωνιότητα περνάει σε μία στιγμή, όταν είσαι με κάποιον που αγαπάς. Θυμήθηκε τα λόγια του γέρου, ζήσε για το παρόν, γιατί το παρελθόν έφυγε και το μέλλον ίσως να μην έλθει ποτέ.

   Άφησε τα τσιγάρα του στο κομοδίνο – δε θα ξανακάπνιζε ποτέ του. Τώρα που κατάλαβε την αξία της ζωής, σιχάθηκε την ιδέα του να την μειώσει. Τώρα που κατάλαβε την αξία της χαράς, τον εκνεύριζε να δράττει στιγμές ευτυχίας από κάτι που τον έκανε πιο στενοχωρημένο. Πήρε τα γυαλιά ηλίου του από το τραπέζι, αν κι ήταν αξημέρωτα. Θα έβγαινε έξω, θα πήγαινε να δει τα αγαπημένα του πρόσωπα, να μιλήσει μαζί τους, να τους αγκαλιάσει και να τους πει πως οι λέξεις περιττεύουν όταν πρόκειται για συναισθήματα.

   Άνοιξε την πόρτα και βγήκε από το σπίτι. Θυμήθηκε τη Μαργαρίτα. Η αγάπη θέλει γέλιο, του είχε πει κάποτε. Το χείλος του έσκασε ένα χαμόγελο, τόσο διάπλατο που σκέφτηκε πως θα του παρέμενε για πάντα. Μακάρι! Δεν τον ένοιαζε. Της άξιζε αυτό, και κάθε χαμόγελο που θα έριχνε από εδώ και μπρος.

   Πέρασε στο πάρκινγκ και καβάλησε τη μηχανή. Δεν είχε σκοπό να επιστρέψει σύντομα στο καταθλιπτικό τούτο μέρος. Ίσως και ποτέ.

Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2012

Above dreams of pleasure

  Shall we sail off the edge of the world
Fall forever and never look behind

Και, όχι, δε θα το δεχθώ,
Ένα δεύτερο ακόμα μακρυά σου.
Μία στιγμή, μιαν ιαχή πολέμου.
Ένας Τρωικός Πόλεμος στο Ίλιον
Μαίνεται στα πόδια σου, ωραία Ελένη,
Κι εσύ, τυφλωμένη απ' τον Πάρη, παρακολουθείς.

   Βλέπω τον άσπρο σου χιτώνα,
Μέρος της θεϊκής θωριάς σου,
Ορόσημο της παρθενίας, της ωραίας σου ψυχής.
Πράγματι, πώς να μην ερωτευτώ
Μια του Ολύμπου κόρη; Μία
Γυναίκα, της Αφροδίτης ένα παιδί;

   Ο πόλεμος μαίνεται, ιέρειά μου,
Και το μέλλον γίνεται παρελθόν.
Εξήντα μέρες κλειδωμένος στον Ουρανό,
Κι η Αθηνά μου παραδίδει τα όπλα του Αχιλλέα.
"Κατέβα στο Σκάμανδρο ποταμό, κάνε τις αριστείες,
νιώσε το αίμα να κυλάει στις άδειες σου αρτηρίες".

   "Είμαστε ένα ψέμα, μια απεικόνιση
του τίποτα. Μια κενή έκφραση, ψίθυροι ξεχασμένων ψαλμών".
Έτσι μου είχες πει.

Ο ανόητος, πόσο πολύ σε πίστεψα,
Και ούτε προσπάθησα, με λίγο δόλο,
Τα δάκρυα να συγκρατήσω.

Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2012

Setting in at dawn

Promises are spoken, and promises are broken, electric eyes that never let you see them in the day 

When you go to bed at night
You have no idea what's coming next
But throught the stained glass comes light
Keeping you awake thoughout the hex
   - Call it Deum Ex

When you try to rest your soul and eyes
Setting down your mind, late at dawn
Yet, the Styx of time flows and flies
Off the window, forever foregone
   - And never withdrawn

Each night bears a thousand cries
Each day tells a thousand nights

Watching, waiting for sleep
To come get you by
While the thoughts and fears
Kiss your bliss goodbye
   - And never ask you why

Your train of thoughts just departed
And you 're alone in the dock

Your ticket, where everything started,
Bears witness to your shock
   - You 're starting to run amock!


Each night has cloudy skies
Each night has rainfalls of greatest size

A thousand nights
Each night tells a thousand lies

Hey, child of fear
Be brave and hold your tear!
Your fears are all lies
Each day has a thousand nights

In each breath of life, don't believe what you see
Reality's you, be who you want to be
So let me just advise
Don't hide under a disguise

Each day has a thousand nights

Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2012

But, still (The sea)

Since the edge of time
Till the age of Gold
People enslaved their souls
Hearts were destroyed and minds were sold

Stars collide, planets are covered with strife
Atoms unite, together create life
Cities became villages, they became homes
People bewared others, and fractured their bones

But, still, the sea continues to be
Still, life proves reality
Still, she encircles mortal's mind
Inside her immortality

Thunder and rain were thought as our Gods
Stargazers sought fatality's end
People used to praise stone and steel
And never aspired their knowledge to extend

Then, imagination generated
And developed a brute's train of thoughts
Yet, a body always changes shape,
Though a soul inside it rots

But, still, the sea continues to be
Still, life proves reality
Still, she encircles mortal's mind
Inside her immortality

So, watch out,
 for your light might burn out!
So, look out,
 'cause the world's a place not to hang around!
So, find out
 if your frantic life's getting better
And you'll live out
Your age's adverse hatred

Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2012

Can I play with madness?


   Αυτά ήταν τα λόγια του, και ένιωθε μέσα του πως είχε δίκιο. Δεν είχε καν σκεφτεί την πιθανότητα πως θα συνέβαινε το επόμενο.

   «Αλήθεια;», άστραψε και βρόντηξε ο γέρος τρελός που καθόταν στο τραπέζι κοντά στο παράθυρο. «Αλήθεια δε μπορείς να νιώσεις την τρέλα να κατακλύζει το κορμί σου, σαν το δηλητήριο που νοθεύει το αίμα; Αυτήν την απίστευτη καθαρότητα του μυαλού που σου προσφέρει μία στιγμή παράνοιας;», φώναζε καθώς πέταξε την καρέκλα και τρεκλίζοντας σηκώθηκε πάνω. «Άφησε τη λογική! Πέτα την από το μυαλό σου! Αγκάλιασε τη νέα σου, απελεύθερη ζωή!»


   Ο Αχιλλέας, έχοντας ζήσει με τους δικούς του για αρκετό καιρό ώστε να μάθει τα κουμπιά που δεν πρέπει να πατήσει, πήρε στωικό ύφος, και δήλωσε ήρεμα «Δε μπορείς να ζήσεις φτερό στον άνεμο. Πάντα κάτι θα υπάρχει από πίσω να σε ωθεί. Κάτι βαθιά μέσα σου να σε κατατρώει. Δεν υπάρχει ραγισμένος βράχος δίχως κύμα, και δεν υπάρχει κύμα χωρίς ρεύμα. Θα υπάρχει πάντα κάτι που σε κινεί να ενεργήσεις,  μία λογική εξήγηση για τις πράξεις σου, είτε καλές είτε κακές.» Ενόσω μιλούσε, δεν κοίταξε ούτε μία φορά τον τρελό (“ψωριάρη” τον είχαν χαρακτηρίσει οι θαμώνες του μπαρ). Έστριβε το τσιγάρο του, και δεν πρόσεξε τον πονεμένο άνδρα, ο οποίος τον κοιτούσε με ένα παράξενο βλέμμα. Θύμιζε οίκτο ανάμεικτο με κατανόηση, κι όταν, επιτέλους, τελείωσε την ασχολία του κι έβαλε το τσιγάρο στο στόμα του, έτοιμος να γευθεί τη γλυκιά γεύση του θανάτου, πάγωσε με το πονεμένο χαμόγελου εκείνου του μεθύστακα γέρου με τα ψαρά μαλλιά, εκείνου του σατράπη του χρόνου, ο οποίος έμελλε να αλλάξει τη ζωή του νέου που είχε μπροστά του.


   «Σε καταλαβαίνω, φίλε μου. Είμαι σίγουρος πως ό,τι λες και κάνεις, έχεις κάποιο λόγο για αυτόν. Ίσως, όταν ήσουν παιδί, κάποιος σου έκλεψε την αθωότητά σου λίγο νωρίτερα από όσο έπρεπε, ίσως το να μεγαλώσεις δεν ήταν επιλογή σου τελικά.» Σταμάτησε για μία στιγμή, οσμίστηκε τον αέρα, όσο πιο καθαρό μπορούσε να του προσφέρει ένα ποτείο κι ένας οίκος ανοχής από πάνω. «Έχω περάσει στη ζωή μου πολλά περισσότερα από όσα μπορείς να φανταστείς ή να καταλάβεις. Έχω δει τον κόσμο μου να καταστρέφεται τόσο γρήγορα όσο ένας χτύπος μιας καρδιάς. Η ευτυχία είναι κάτι τόσο ασταθές και παροδικό, που αρκεί μία στιγμή για να τη χάσεις.» Ξαφνικά, ο γέρος του άστραψε ένα τέτοιο χαμόγελο, που ο Αχιλλέας σάστισε. «Μα κι η δυστυχία το ίδιο παροδική είναι!», φώναξε. «Κάθε συναίσθημα, κάθε σκέψη, κάθε κατάσταση της ψυχής επηρεάζεται από τις στιγμές μας, αυτές τις μικρές σταγόνες του ωκεανού της ζωής μας! Μπορούμε να είμαστε λυπημένοι για πολύ καιρό, να ξεφυσάμε, να δακρύζουμε και να ξεσπάμε, ή μπορούμε να σηκωθούμε από το φορτίο των βασάνων μας, να τα πολεμήσουμε και να ονειρευτούμε τα πράγματα που μας  κάνουν να χαμογελάμε! Μπορούμε να είμαστε κολλημένοι σε ένα θλιμμένο παρελθόν, από το οποίο θα απομυζήσουμε μόνο κακές θύμησες, ή να το προσπεράσουμε και να ατενίσουμε το αισιόδοξό μας παρόν! Και, πίστεψέ με, ζήσε για το παρόν, γιατί το παρελθόν έφυγε και το μέλλον ίσως να μην έλθει ποτέ.» Κι εκείνη τη στιγμή, το χαμόγελο μετατράπηκε σε παρανοϊκό γέλιο, που όμοιό του ο Αχιλλέας δεν είχε ξανακούσει: «Είναι τρελό, πράγματι. Μα τα πάντα είναι τρελά σε έναν λογικό κόσμο! Τα πάντα! Από το περπάτημα των στρατιωτών που πηγαίνουν να υψώσουν τη σημαία το χάραμα, έως τον πιο ψυχωτικό φόνο που διαπράχθηκε ποτέ, όλα είναι  μία πλάκα! Η ζωή είναι μία πλάκα! Οτιδήποτε απέκτησε ποτέ αξία κι έγινε αντικείμενο πόθου, δεν είναι παρά μία πλάκα, για να δείξει πόσο μάταιη είναι η λογική επιδίωξη για ατομική χαρά! Γιατί δε βλέπεις την αστεία πλευρά; Γιατί--» Έκοψε το λόγο του, πάγωσε το γέλιο του. Σε ένα δευτερόλεπτο γεμάτο σιωπή κι ένταση, στο γεμάτο από μέθυσους και πόρνες μπαρ, ο τρελός γέρος άλλαξε το χαμόγελό του με ένα πρόσωπο γεμάτο ανείπωτο πόνο. Δάκρυα κατέκλυσαν τα μάτια του, το σαγόνι του έτρεμε από την ένταση. Το χαμόγελο, όμως, έμεινε εκεί, τοπίο ενός παράδοξου πίνακα… «--Γιατί δε γελάς;», ρώτησε.

Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2012

Το όνειρο

Αν ξαφνικά - ξαφνικότατα, θα έλεγα
Τη νυχτιά που θα κοιμάσαι
Σαν όνειρο ελθεί,
Απρόσμενο, ακατάβλητο,
Κι απ' το λήθαργο σε βγάλει,
Μην το κάνεις πέρα.

Προπαντός, μην κλείσεις
Τα καστανά σου μάτια
Και το μήνυμά του χάσεις.
Άσε το να σου πει την ιστορία,
Κάτι ξέρει παραπάνω∙ μετά,
Αν αδιαφορείς, ξανακοιμήσου.

Άσε το να σου μιλήσει,
Τον κρυφό σου πόνο να σού πει∙
Θύτες και θύματα θα υποδυθεί,
Την ιστορία του να εμπλουτίσει.
Κάθισε θεατής πρώτης σειράς,
Κι ακολούθησε το μονοπάτι.

Άσε το την αλήθεια να σου ψιθυρίσει,
Σα γάργαρη πνοή ενός μέρους που λησμονισμένο έχεις.
Μη λανθάνεσαι, δεν είσαι μόνο θεατής.
Είσαι ο τραγικός ήρωας του έργου της ζωής σου.
Το όνειρο, κομμάτι δικό σου, πάντα θα σου θυμίζει
Το σενάριο που έγραφες, κάποια έτη φωτός μακρυά.

Ξανακοιμήσου τώρα, ανόητε!
Η πόρτα ανοίχθηκε μπροστά σου.
Κι εσύ, από φόβο μην ξαναγεννηθείς
Άλλος άνθρωπος, ελεύθερος και παντογνώστης,
Το βήμα δεν κάνεις, γυρνάς πίσω∙ κοιμήσου,
Στο λήθαργό σου ξαναπέσε.